Είμαι μόλις 19 ετών. Πέρασα όλη τη σύντομη ως τώρα ζωή μου λίγο έξω από το Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας, σε ένα σπίτι που έχτισαν με τον ιδρώτα και το υστέρημά τους οι γονείς της μητέρας μου, Σαμιώτες εσωτερικοί μετανάστες της δεκαετίας του ’70. Πρόκειται για το πρώτο δικό τους σπίτι, μετά από μία εικοσαετία περιπλάνησης στα ενοίκια και στις τσιμεντογειτονιές της Αθήνας. Η επιλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία. Η Ραφήνα και η ευρύτερη περιοχή της, με το εκπλάγου καλλονής φυσικό τοπίο της, συνδυάζει την εγγύτητα με τις ανέσεις της Πρωτεύουσας με την εγγύτητα στις ομορφιές της φύσης. Γι’ αυτό, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έχτισαν εξοχική ή μόνιμη κατοικία σε τέτοιες περιοχές.
Στη Ραφήνα, λοιπόν, έκανα τα πρώτα μου βήματα και το καλοκαίρι στη συνείδησή μου είναι απόλυτα συνταυτισμένο με το Κόκκινο Λιμανάκι. Φόρτωμα των τσαντών με τα μπανιερά στους ώμους και… δρόμο. Στη διαδρομή προς την παραλία, στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, μας κρατούσαν συντροφιά ψηλά και περήφανα πεύκα, που χάριζαν απλόχερα τον ίσκιο τους μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι. Κάτω από τα πεύκα έβλεπες σπίτια, μονοκατοικίες και διώροφα τα περισσότερα, και γύρω γύρω, λουλούδια κάθε λογής. Όταν πια κατεβαίναμε στην παραλία, κατεβαίνοντας μία από τις τρεις τσιμεντένιες σκάλες (η μία έχει περίπου εκατό σκαλοπάτια), βρισκόμασταν σε έναν επίγειο, αθηναϊκό παράδεισο, με το βαθύ γαλάζιο των νερών του Αιγαίου να ανταμώνει με το κόκκινο του χώματος των (γι’ αυτό και ονομάστηκε Κόκκινο Λιμανάκι) και το πράσινο των δένδρων, ενώ ο φλοίσβος των κυμάτων έμοιαζε με μουσική συνοδεία για τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Γοητεία αναγνωρισμένη, αφού το Κόκκινο Λιμανάκι συγκαταλεγόταν πάντα ανάμεσα στις καλύτερες παραλίες της Αττικής.
Όμως, εκείνο το μοιραίο απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, μαύρος καπνός σκέπασε τον παράδεισο. Τα γέρικα πεύκα έσυραν θρήνο πικρό και άρχισαν να τρίζουν, ενώ κόκκινες γλώσσες πύρινες έγλειφαν και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους, καθώς ένας αέρας τρελός, δαιμονισμένος, τις πήγαινε από ‘δω κι από ‘κει, σε έναν χορό ξέφρενο, ανεπανάληπτο, καταστροφικό. Οι χαρούμενες φωνές έσβησαν. Τις αντικατέστησαν τα ουρλιαχτά φόβου και πόνου, και ο Θάνατος είχε στήσει καρτέρι στα στενά. Η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε, να πάμε κατά το κέντρο της πόλης και το λιμάνι, όπου θα ήμασταν ασφαλείς. Εκεί θα μέναμε ως το χάραμα. Κάποια στιγμή, όταν πια είχε αρχίσει να νυχτώνει, καθώς έβλεπα τον καπνό να υψώνεται ακόμη πυκνός από τη γειτονιά μου, άκουσα τον εξής διάλογο:
-Έσβησε στο Κόκκινο Λιμανάκι;
-Το Κόκκινο Λιμανάκι πέθανε!
Σκληρά λόγια, των οποίων τη βαρύτητα τότε δεν ένοιωσα. Μου αρκούσε που ήμουν ζωντανός μαζί με τα αγαπημένα μου πρόσωπα, μολονότι ο Θάνατος είχε περάσει ξυστά από δίπλα μας και γι’ αυτό ευχαριστούσα – και ευχαριστώ – την Παναγία την Παντοβασίλισσα, την πολιούχο της Ραφήνας. Αλλά ο χρόνος πέρασε και η πληγή φάνηκε βαθιά κι επώδυνη. Τίποτα δεν είναι πια όπως ήταν και όλοι μας έχουμε μπροστά μας τη δοκιμασία της προσαρμογής σε ένα περιβάλλον τόσο οικείο αλλά και τόσο ξένο, τη δοκιμασία να πρέπει να ξεχάσουμε αλλά και να θυμόμαστε ταυτόχρονα, ώστε ούτε τα λάθη να ξεχαστούν ούτε η μνήμη του παραδείσου να χαθεί. Η ζωή τώρα συνεχίζεται μέσα στα αποκαΐδια και με τον απόηχο της καταστροφής.
Παρ’ όλα αυτά, το Κόκκινο Λιμανάκι δεν πέθανε και δεν του πρέπει μνημόσυνο. Δε θα το ήθελαν αυτό ούτε αυτοί που «έφυγαν». Ούτε εμείς που μείναμε το θέλουμε. Το μόνο που θέλουμε είναι να ορθοποδήσουμε ξανά και το τοπίο να πρασινίσει και πάλι. Να ξαναφτιάξουμε τον χαμένο παράδεισο και μια μέρα να δούμε μικρά παιδιά να ξαποσταίνουν και πάλι κάτω από τα πεύκα. Αυτό θέλει χρόνο, υπομονή και, κυρίως, σύνεση· να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και το Κόκκινο Λιμανάκι να γίνει ο παράδεισος που κανένας κατηραμένος όφις δε θα μπορεί να μας κλέψει.
Ας είναι αιώνια η μνήμη αυτών που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Κόκκινο Λιμανάκι και στο Μάτι και δυνατές οι καρδιές αυτών που άφησαν πίσω.
Κωνσταντίνος Πλατής
Κάτοικος Ραφήνας, περιοχή Κόκκινο Λιμανάκι