Η λήψη ενός καλού ιστορικού είναι ζωτικής σημασίας, καθώς είναι ενδεικτικό κακοποίησης, όταν το παιδί δεν εξηγεί τις κακώσεις. Η διάγνωση της κακοποίησης είναι βέβαιη, όταν υπάρχουν τραυματισμοί, με πολλαπλές εντοπίσεις σε διάφορα στάδια επούλωσης ή όταν υπάρχουν ύποπτα σημάδια. Οι πιο συνηθισμένες κακώσεις αφορούν μώλωπες, δήγματα, εγκαύματα, κατάγματα, κοιλιακό τραύμα και κρανιοεγκεφαλική κάκωση», εξηγεί ο παιδοχειρουργός Βασίλειος Λαμπρόπουλος.
Παράλληλα αναφέρει ότι «είναι απαραίτητη η λήψη έγχρωμων ψηφιακών φωτογραφιών από διαφορετικές γωνίες πριν από τη θεραπεία με ή χωρίς συναίνεση. Απαραίτητη είναι και η καταγραφή του ονόματος του ασθενή, της κάκωσης, του ονόματος του φωτογράφου και των άλλων παρόντων ατόμων στο πίσω μέρος των φωτογραφιών και η τοποθέτηση του φωτογραφικού υλικού σε σφραγισμένο φάκελο, που συνοδεύει το ιστορικό του ασθενή. Ο ασθενής πρέπει να υποβάλλεται σε διαγνωστικές εξετάσεις για να αποκλειστούν άλλα ιατρικά ή οργανικά αίτια, ενώ γίνεται πλήρης ακτινολογικός έλεγχος. Όταν διαπιστώνεται κακοποίηση γίνεται άμεσα αναφορά στις αρχές».
Από την πλευρά της, η παιδίατρος – νεφρολόγος Στέλλα Σταμπουλή εξηγεί ότι «παιδιά σε κίνδυνο για κάθε μορφή κακοποίησης είναι τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, με διανοητική αναπηρία, νευρολογική διαταραχή, χρόνια νοσήματα και αναγνώριση ομοφυλοφιλίας. Επίσης, αυτά που ζουν με γονείς ή φροντιστές που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, έχουν ψυχική ή νευρολογική διαταραχή ή εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες. Οι οικονομικές δυσκολίες, η ακραία φτώχεια, οι οικογενειακές κρίσεις, η βία μεταξύ μελών της οικογένειας και η κοινωνική απομόνωση συνθέτουν ένα περιβάλλον που ευνοεί την κακοποίηση των παιδιών».
Σύμφωνα με την ίδια, «θα αναζητήσουμε κάθε είδους παραμέληση, εγκατάλειψη -φυσική, ιατρική, συναισθηματική ή εκπαιδευτική- σε παιδιά με χαμηλό βάρος ή παχυσαρκία, κακή υγιεινή, ακατάλληλα για την εποχή ή παλιά ρούχα. Επιπλέον σε παιδιά που ζητιανεύουν ή κλέβουν τροφή ή χρήματα, κρύβουν φαγητό για αργότερα, έχουν φτωχό ιστορικό σχολικής φοίτησης, έλλειψη κατάλληλης ιατρικής ή οδοντιατρικής φροντίδας, απουσία εμβολιασμών και μένουν χωρίς επίβλεψη στο σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα».
Όπως επισημαίνει η κ. Σταμπουλή, «η παιδική κακοποίηση έχει ως συνέπεια μειωμένη διά βίου σωματική και ψυχική υγεία με κοινωνικές και επαγγελματικές προεκτάσεις. Ένα παιδί που κακοποιείται είναι πιο πιθανό να κακοποιεί άλλους ως ενήλικας, με αποτέλεσμα η βία να μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη».
Καθοριστικός θεωρείται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην αναγνώριση της παιδικής κακοποίησης. «Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να παρατηρήσουν τις ενδείξεις κακοποίησης ή παραμέλησης. Τα σημάδια στο σώμα, η φοβισμένη συμπεριφορά, η παραβατική συμπεριφορά, η καθυστερημένη αποχώρηση από το σχολείο ή η προσέλευση πολύ νωρίτερα, οι μαθησιακές δυσκολίες που δεν σχετίζονται με παθολογικά και ψυχολογικά αίτια, ο μεγάλος αριθμός απουσιών, η ξαφνική πτώση της σχολικής επίδοσης, η κόπωση, το χαμηλό σωματικό βάρος, η κακή σωματική υγιεινή είναι ενδείξεις ότι ένας μαθητής είναι θύμα κακοποίησης ή παραμέλησης», τονίζει ο προϊστάμενος του 1ου Κέντρου Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης Β’ Θεσσαλονίκης, Νίκος Απτεσλής.
Παράλληλα σημειώνει ότι ο εκπαιδευτικός που αντιλαμβάνεται ή πληροφορείται ότι έχει διαπραχθεί κακοποίηση σε βάρος ανηλίκου, το ανακοινώνει στον διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκείνος το καταγγέλλει αμέσως στον εισαγγελέα ή την αστυνομία.
Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού
Όπως εξηγεί η κοινωνική λειτουργός στο νοσοκομείο «Παπαγεωργίου», Κατερίνα Φωτιάδου, «ο κοινωνικός λειτουργός εμπλέκεται στην ανίχνευση κακοποίησης, κάνοντας συναντήσεις με την οικογένεια και σε κάποιες περιπτώσεις με το ίδιο το παιδί. Με τη λήψη ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού ιστορικού γίνεται συλλογή πληροφοριών για το παιδί και την οικογένειά του. Εφόσον μετά τη διαδικασία ανίχνευσης συλλέξει πληροφορίες που οδηγούν σε βάσιμη υποψία κακοποίησης, αναφέρει το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές».
Το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων
Η αρμοδιότητα για την έρευνα εγκλημάτων, όπως ο βιασμός, η προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, η ασέλγεια, η αποπλάνηση, η πορνογραφία και η μαστροπεία ανήκει στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων.
«Ο κώδικας ποινικής δικονομίας, που αφορά τον τρόπο εξέτασης των ανήλικων θυμάτων απαιτεί διορισμό παιδοψυχίατρου – ψυχολόγου, συνεργασία με ανακριτικούς υπαλλήλους και καταχώρηση της κατάθεσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, ενώ απαγορεύει τις παραπειστικές ερωτήσεις. Τα παιδιά εξετάζονται χωρίς όρκο και έχουν τη δυνατότητα να μην παρουσιαστούν στην ακροαματική διαδικασία. Ακόμα επισημαίνεται η αναγκαιότητα εξέτασης κοριτσιών από γυναίκες αστυνομικούς, επειδή τα παιδιά θυματοποιούνται στη συντριπτική πλειοψηφία τους από άντρες. Η διεξαγωγή της συνέντευξης από άντρα αυξάνει σημαντικά το άγχος τους, επηρεάζοντας την αξιοπιστία της κατάθεσης», δηλώνει ο υπαστυνόμος Β’ Λάζαρος Γρηγοριάδης.
Ο πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρίας Θεσσαλονίκης, καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας του ΑΠΘ, Απόστολος Αθανασιάδης, σημειώνει ότι «τα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος παιδιών και ανηλίκων μένουν στην πλειονότητά τους κρυφά και γι’ αυτό χαρακτηρίζονται κρυφά εγκλήματα».
Πού απευθυνόμαστε
– Στην 24ωρη Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά 1056 του Συλλόγου Χαμόγελο του Παιδιού, χωρίς χρέωση.
– Στην 24ωρη Εθνική Γραμμή Παιδικής Προστασίας 1107 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
– Στην τηλεφωνική γραμμή «Μαζί για το Παιδί» 115 25.
Οι τηλεφωνικές γραμμές δέχονται αναφορές προφορικά και ανώνυμα.