Το αυτονόητα πρώτο ερώτημα είναι γιατί δεν έγιναν όλες οι υποθετικά απαραίτητες ενέργειες που συχνά καθορίζουν και διαφωτίζουν προφίλ και κατηγορητήριο κάποιου υπόπτου. Η απάντηση απ’ όλες τις πηγές στις οποίες αποταθήκαμε υπήρξε κοινότυπα η ίδια.
“Αυτή την εντολή είχαμε. Η όλη διαδικασία δεν ήταν υπό τη δική μας δικαιοδοσία. Εμείς απλώς πράξαμε διεκπεραιωτικό έργο. Η σύλληψη δεν έγινε στο πλαίσιο κάποιας προκαταρκτικής, μέσα στις ευθύνες της οποίας θα ήταν και η κατ’ οίκον έρευνα, καθώς και η κατάσχεση πιθανού αποδεικτικού υλικού και κυρίως ηλεκτρονικού, ούτε φυσικά στο ένταλμα υπήρχε αίτημα οποιασδήποτε άλλης ενέργειας πλην της σύλληψης. Θεωρητικά κι εμπειρικά, είναι ασυνήθιστη η επιλογή των συντακτών του εντάλματος, πλην όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ούτε να κρίνουμε την πρόθεση ή τον σκοπό”.
Το δεύτερο ερώτημα ήταν πόσο συνήθης είναι σε ανάλογες περιπτώσεις η απαγόρευση κατ’ οίκον έρευνας και η κατάσχεση των όποιων πιθανών αποδεικτικών στοιχείων και η απάντηση που λάβαμε ήταν πως πρόκειται για εντελώς ασυνήθιστη τακτική, ακόμα και στις περιπτώσεις που η εισαγγελία μετά από αυτόνομη ανακριτική διαδικασία, έχει εξασφαλισμένη την απόδειξη ενοχής. Και πάλι όμως, οι σχετικές έρευνες αποτελούν αναγκαιότητα.
Επισημαίνουμε ότι οι απαντήσεις προέρχονται από αξιωματικούς που καλύπτουν ολόκληρο το εύρος της ηγεσίας της ΕΛΑΣ και της ασφάλειας, με γνώσεις περιεχομένου και τεράστια εμπειρία. Συνεπώς, ως απάντηση στο δήθεν ανθρωπισμό που επικαλέστηκε ο κ. Γεραπετρίτης στη Βουλή, εμείς θα επανέλθουμε με ερώτημα που αντιστρέφει τον ιρασιανολισμό του κ. υπουργό και προσδίδει σαφή σκανδαλώδη χροιά στον χειρισμό.
Ποιος φοβάται το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών και μη αρχείων του κ. Λιγνάδη ή σε άλλη περίπτωση, ποιος επιχειρεί να συγκαλύψει την υπόθεση του κ. Λιγνάδη, συσκοτίζοντας το περιβάλλον των στοιχείων να τύχει άλλης ποινικής αντιμετώπισης από αυτή που θα όριζαν τα ίδια τα στοιχεία;
του Γιώργου Καραϊβάζ