Είναι μια πολύ συγκινητική αληθινή ιστορία από την συνάντηση του Προέδρου της ΝΟ.ΔΕ Ανατολικής Αττικής και δημοσιογράφου Ανδρέα Γλαβά με τον Άγιο Παϊσιο,την μνήμη του οποίου τιμάμε σήμερα 12 Ιουλίου.Αξίζει να την διαβάσετε!
”19 Σεπτέμβρη του 1992, βρέθηκα μ’ έναν καλό μου φίλο (Ιερέα τώρα) στο Άγιο Όρος, στο κελάκι του Αγίου Παϊσίου στην Παναγούδα. Απ’ την αγωνία μου δεν είχα κοιμηθεί σε όλο το ταξίδι, ήταν η δεύτερη φορά που θα επισκεπτόμουν το Περιβόλι της Παναγίας μας.
Ο Γέρων, που είχε φήμη Αγίου, δεν βρισκόταν πάντα στο κελί του ή τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο, ησύχαζε και ήταν δύσκολο να τον συναντήσεις. Όταν φτάσαμε στην Ουρανούπολη, έβρεχε και φυσούσε πολύ, είχε απαγορευτικό και τα καραβάκια ήταν δεμένα… -τσάμπα όλο το ταξίδι, η λαχτάρα και η προσμονή σκέφτηκα… δεν ήταν θέλημα!
Πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, ο λιμενικός ανακοίνωσε πως το ένα καραβάκι θα έφευγε, όσοι ήθελαν να τολμήσουν μπορούσαν να επιβιβαστούν… Κυριολεκτικά κρεμαστήκαμε για να μπούμε, καμιά δεκαριά Λαϊκοί και 3 Μοναχοί, μια διαδρομή που το μόνο που θυμάμαι είναι την πλώρη να βουτά στο νερό και να ξανασηκώνεται…
Φτάσαμε στη Δάφνη και πήραμε το Λεωφορείο για τις Καρυές, ένας από τους μοναχός φώναξε: «αν πηγαίνετε για τον π. Παϊσιο άδικα ανεβαίνετε, μια εβδομάδα είναι ασθενής, δεν δέχεται..!». Δεύτερη απογοήτευση….
Ο φίλος μου, του απαντά.. «εμείς θα πάμε και αν είναι θέλημα θα τον δούμε, αλλιώς θα προσκυνήσουμε την πόρτα του κελιού του και θα φύγουμε για τις Καρυές στο Σεράι του Αγίου Ανδρέα». Κατεβήκαμε στη στροφή που ξεκινούσε το μονοπάτι για το κελί του Αγίου, κατεβήκαμε όλοι, εκτός από έναν προσκυνητή που συνόδευε τον έναν, υπερήλικα, μοναχό. Η βροχή είχε σταματήσει, το μονοπάτι μοσχοβολούσε από τα ρείκια, τις βελανιδιές και τις καστανιές, η διαδρομή σύντομη, την βάραιναν όμως οι σκέψεις της αμφιβολίας.
Σε λίγο βρεθήκαμε έξω από το κελάκι της Παναγούδας… Πετρόχτιστο, λιτό και απέριττο, με έναν μικρό τρούλο στο πλάι της σκεπής απ’ το μικρό παρεκκλήσι, λίγοι κορμοί για καθίσματα κι ένα αυτοσχέδιο ξύλινο τραπεζάκι. Παντού ησυχία, μόνο τα πουλιά διέκοπταν τις σκέψεις μας. Φωνάξαμε διστακτικά, τα λεπτά περνούσαν και η απογοήτευση δυνάμωνε. «Αν είναι θέλημα, ακουγόταν από μερικά χείλη….».
Σε λίγο, την απογοήτευση διαδέχτηκε μια ανείπωτη χαρά, μια μαύρη, αποστεωμένη φιγούρα άνοιξε την πόρτα και μας έγνεψε να πλησιάσουμε… τα πόδια μας έβγαλαν φτερά, η απόσταση εκμηδενίστηκε.. «καλώς τους, κοπιάστε» οι πρώτες του λέξεις. Σκύψαμε και φιλήσαμε τα χέρια του, τα μάτια του έλαμπαν, μια λάμψη διαπεραστική… Τόσο καθαρά και διάφανα!
Καθίσαμε στους κορμούς, μετά από την καθιερωμένη Αγιορείτικη ευλογία – κέρασμα (Λουκούμι και νεράκι). Άλλο νερό προσμέναμε να ξεδιψάσουμε, άλλη γλύκα να γευτούν τ’ αυτιά μας, ακόμα όμως δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως βρισκόμασταν δίπλα στον Γέροντα. Άρχισε να μας ρωτάει με τι ασχολούμαστε, η φωνή του μαρτυρούσε την πρόσφατη ταλαιπωρία της υγείας του, ο καθένας μας εξιστορούσε το μικρό του βιογραφικό. Ο Γέροντας μας κοιτούσε και έγνεφε το κεφάλι του καταφατικά..
Όταν τελειώσαμε όλοι, μας έκανε ερωτήσεις, «τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;», σε κάποιους, μάλλον στρατιωτικούς, ρώτησε «σε ποια θέση είσαι τώρα;» αφού μας άκουσε όλους, σηκώθηκε αργά, μπήκε στο κελάκι του και μας έφερε από ένα βιβλίο δικό του και μια εικονίτσα της Παναγίας μας, πλαστικοποιημένη… «Εύχομαι παιδιά μου ότι ψυχωφέλιμο διαβάζετε να το κάνετε πράξη, να κατέβουν τα λόγια απ΄ το νού στην καρδιά, να γεμίσει με την αγάπη του Κυρίου μας… Οι θέσεις και τα αξιώματα που έχετε δεν ανήκουν σε εσάς αλλά σε Εκείνον που σας τα δώρισε, να Τον δοξάζετε! Πηγαίνετε στη χαρά του Κυρίου μας κι εγώ θα προσεύχομαι για εσάς!».
Θέλαμε να μείνουμε παραπάνω, να ακούσουμε περισσότερα, ο χρόνος είχε σταματήσει κι εμείς κρεμόμασταν από τα αγιασμένα του χείλη, τα λόγια του… οσμή ευωδίας πνευματικής! Ξέραμε όμως πως τον είχαμε κουράσει, ότι μας είπε, ήταν αυτό που έπρεπε να ακούσουμε… το θέλημά Του! Σκύψαμε, φιλήσαμε το αγιασμένο του χέρι, πήραμε τα δώρα του και φύγαμε, μας ευλογούσε μέχρι να κλείσουμε την εξωτερική πόρτα του περίβολου. Τα λόγια του μελίρρυτα ηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά μας, η καρδιά μας είχε πλημμυρίσει από μια χαρά ανείπωτη..!
Γυρίσαμε στις Καρυές, στο Σεράι του Αγίου Ανδρέα, θα διανυκτερεύαμε εκεί και την επομένη το πρωί θα επιστρέφαμε! Η όψη του, τα λόγια του, οι ευχές του, μας συντρόφευαν… όπως τότε, όπως τώρα, όπως πάντα!”