Οι χαμένες κι αλησμόνητες πατρίδες ζουν στη συλλογική μας μνήμη μα όσο μεγαλώνει η χρονική απόσταση κινδυνεύει να αποδυναμωθεί το φορτίο των γεγονότων που κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 1922. Πριν από έναν αιώνα, περισσότερες από ενάμισι εκατομμύριο ψυχές εγκατέλειψαν τις εστίες τους και περισσότερες από εξακόσιες χιλιάδες χάθηκαν.
Η Μικρασιατική Καταστροφή προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών. Γενεές ελληνικής καταγωγής, που είχαν εγκατασταθεί από την αρχαιότητα στη Μικρά Ασία, ξεριζώθηκαν από τον τόπο που κατοίκησαν. Οικογένειες εγκατέλειψαν τον τόπο που έζησαν, για να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Φτάνοντας διωγμένοι, αρχικά υπέστησαν κι άλλα δεινά, το στίγμα του «ξένου», καθώς έφεραν διαφορετικές αξίες και συνήθειες. Χωρίς πατρίδα, αναζητώντας νέα στέγη και ζωή, αρχίζοντας απ’ την αρχή, αγωνίστηκαν με κόπο και πόνο να στήσουν καινούρια όνειρα. Από την άλλη μεριά, η ενσωμάτωση νέων πολιτισμικών στοιχείων διεύρυνε τα όρια του τοπικού πολιτιστικού πεδίου, καλλιέργησε τον σπόρο που έφεραν από την απέναντι θάλασσα, κληρονομώντας σε μας, όσα διατηρήθηκαν, ζυμώθηκαν, αγαπήθηκαν και συνυπάρχουν ως σήμερα, ζωντανά κομμάτια του ελληνικού πολιτισμού.
Ένας ελάχιστος φόρος τιμής τόσο για τους πρόσφυγες του 1922, όσο και για τους τόπους που τους δέχθηκαν είναι η ιδέα της δημιουργίας μιας συλλογικής προσπάθειας να μην κατοικήσει στη λήθη το ταξίδι εκείνο.
«Η θάλασσα απέναντι» σηματοδοτεί το ταξίδι που θα οδηγήσει στη νέα πατρίδα, τη ζωή που χάνεται και ξαναγεννιέται, την απώλεια και την ελπίδα.