Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στη ποινική δίκη είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ και σκοπεύουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Αν το πραγματικό περιστατικό που προτείνεται με τον αυτοτελή ισχυρισμό υπάγεται στον οικείο κανόνα δικαίου έχει ως συνέπεια είτε την κατάλυση είτε την αποδυνάμωση κάποιου από τα στοιχεία της έννοιας του εγκλήματος κατ’ άρθρον 14ΠΚ. Σε κάθε περίπτωση ο ποινικολόγος (δείτε Καμουζής Ποινικολόγος) που χειρίζεται την εκάστοτε υπόθεση είναι ο αρμόδιος να κρίνει ποιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι ο κατάλληλος. Ποιοι είναι όμως οι συνηθέστεροι στη δικαστηριακή καθημερινότητα αυτοτελείς ισχυρισμοί;
Α) Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου σε παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών πως δε μπορεί με τις δικές του δυνάμεις να αποβάλλει τον εθισμό του στις ναρκωτικές ουσίες, ισχυρισμός που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί στην ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη.
Β) Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου σε υποθέσεις με ναρκωτικά πως βοήθησε με τη θέληση του στην εξάρθρωση κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, ισχυρισμός που συνιστά ελαφρυντική περίσταση αν αποδειχθεί αληθινός.
Γ) Ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης που αποκλείει τον δόλο.
Δ) Ο ισχυρισμός περί κατάστασης ανάγκης που οδηγεί σε άρση του καταλογισμού.
Ε) Ο ισχυρισμός σε παραβάσεις του νόμου περί επιταγών περί εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.3 του οικείου νόμου.
ΣΤ) Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ή του συνηγόρου του πως πρέπει να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του 84 παρ.2 του ΠΚ, που αν γίνει αποδεκτός οδηγεί στη μείωση της ποινής κατ’ άρθρον 83 ΠΚ.
Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προτείνονται από τους διαδίκους είναι υποχρεωτικό να απαντηθούν αιτιολογημένα. Η υποχρεωτικότητα αυτή απορρέει από το άρθρο 93 παρ.3 εδ.α΄του Συντάγματος καθώς και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της δικαστικής ακρόασης και πιο συγκεκριμένα την υποχρέωση του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις των διαδίκων που είναι φορείς του δικαιώματος ακρόασης. Στο παρόν σημείο θα πρέπει να καταστεί σαφές πως αν ο αυτοτελής ισχυρισμός δε προβληθεί παραδεκτά, δηλαδή κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο δεν αποτελεί αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός και το δικαστήριο πια δεν έχει την υποχρέωση να απαντήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα, αφού εκ του νόμου δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Συνοψίζοντας, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι υποχρεωτικό να απαντηθούν ειδικά και εμπεριστατωμένα από το δικαστήριο αλλιώς υπάρχει απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναίρεσης. Θα πρέπει όμως να έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια αλλιώς χάνουν τη μείζονα σημασία που έχουν στη ποινική δίκη.