Ψαράδες καθαρίζουν τα δίχτυα και τα σκαμμένα από τον ήλιο και την αλμύρα πρόσωπα κοιτούν για λίγο τον φακό. Το τσιγάρο αφημένο στα χείλη και τα χέρια εργάζονται πυρετωδώς. Σε μια βαρκούλα που ελαφρά λικνίζεται έχουν πιάσει ευχάριστη συζήτηση και σε μια άλλη φορτώνουν ένα βαρέλι με τον ήλιο να δημιουργεί τα ομορφότερα φυσικά εικαστικά έργα από τις σκιάσεις του στο νερό.
Ο φακός περιπλανιέται στα καΐκια, στην ανθρώπινη αλυσίδα που καθαρίζει δίχτυα, στον ταβερνιάρη που τα τραπέζια του ετοιμάζει. Πίσω του τα κτίρια στην Πλατεία της Ραφήνας και ο απότομος βράχος που στο πέρασμα του χρόνου σκαρφάλωσαν τα σημερινά μαγαζιά εστίασης με θέα το λιμάνι.
Το λιμάνι της Ραφήνας δεν θυμίζει σε τίποτα το λιμάνι του Σκουζέ, μα ούτε και το σημερινό με την επέκτασή του. Λίγο παρακάτω ο φακός καταγράφει έναν ψαρά που χτυπά το χταπόδι να μαλακώσει, θέλει τουλάχιστον σαράντα χτυπήματα λένε οι ειδικοί για να είναι νόστιμο τούτο το ευφυές πλάσμα. Ακολούθως το ξεπλένει και στην πορεία παρακολουθούμε διάφορα θαλασσινά έτοιμα προς πώληση.
Το φιλμ κλείνει με την αναχώρηση του πλοίου (ίσως να είναι το Έλενα π ) από το λιμάνι και τον φακό να εστιάζει στην συντροφιά του κινηματογραφιστή και στις ταβέρνες στη θέση των παλιών παραλαβατηρίων μπροστά στο λιμάνι.
Κάποια από αυτές είναι και η ταβέρνα του Ασημάκη που παλαιότερα βρίσκονταν στον τσιμεντόπλοιο-βραχίονα του λιμανιού. Εκεί ο Τσιτσάνης αποκλείστηκε από τον καιρό μια μέρα και λένε πως εκείνη την μέρα εμπνεύστηκε και έγραψε το τραγούδι «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια». Τελευταίο πλάνο στον καπετάνιο του πλοίου, στον βραχίονα (κατασκευασμένο από ένα τσιμεντόπλοιο) και το λιμάνι της Ραφήνας.