Στους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή που η δικτατορία του Μεταξά τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς, υπήρχε και ένας ξεχωριστός: Ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης, μικρασιάτης από την Προύσα.Σήμερα θα μάθουμε την ιστορία του μεγάλου ήρωα του Χαϊδαρίου.
Από τη θέση του διερμηνέα, την οποία είχε από την ίδρυση του στρατοπέδου, ο Σουκατζίδης προσπαθούσε να βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά και με αυτοθυσία τους συγκρατουμένους του.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Σπούδασε στη Μέση και Ανώτατη Εμπορική Σχολή, εργάστηκε ως λογιστής και υπήρξε πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων Ηρακλείου. Ανέπτυξε σημαντική συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αϊ Στράτη. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, των Τρικάλων και της Λάρισας και τελικά κατέληξε στο Χαϊδάρι.
Η εφημερίδα Καθημερινή στις 30.4.1944 δημοσίευσε την παρακάτω ανακοίνωση:
“Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε: 1. Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος”.
Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και δέος στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος αποδέχθηκε τη μοίρα με ένα χαμόγελο και παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη λέγοντάς του:
«Θανάση, μη ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Karl Fischer πρότεινε στον Σουκατζίδη να του χαρίσει τη ζωή, εκτελώντας αντί γι’ αυτόν κάποιον άλλο κρατούμενο. Ο ανδρείος διερμηνέας αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία:
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Σουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω;
Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Στη διαδρομή για την εκτέλεση
Με δέκα φορτηγά έγινε η μεταφορά. Στη διαδρομή για την εκτέλεση, από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, ορισμένοι μελλοθάνατοι πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα. Αποτυπώνουν έτσι με λίγες λέξεις το μεγαλείο της ανδρείας τους.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του: «Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, Πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…» Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».
Ο Νίκος Μαριακάκης γράφει: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος, N.Μαριακάκης Γεωπόνος Χανιά, 1-5-44, Όποιος το βρει να μην το καταστρέψει»
Το Γερμανικό απόσπασμα τους εκτελούσε σε εικοσάδες. Δέκα φορές στήθηκαν στον τοίχο του σκοπευτηρίου της Καισαριανής. Οι επόμενοι μελλοθάνατοι κάθε φορά, μέσα στα αίματα, φόρτωναν τους εκτελεσμένους στα φορτηγά για να ταφούν. Πολλοί από τους εκτελεσμένους, δεν πέθαναν αμέσως και ξεψυχούσαν στο δρόμο.
Γιάννης Ρίτσος – Σκοπευτήριο Καισαριανής
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες –
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς
μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»»
Η εξιστόρηση της αρραβωνιαστικιάς του
…Tον είχα δει* πριν από 2 μέρες. Eίμαστε αρραβωνιασμένοι 8 χρόνια, είχαμε γνωριστεί στην Kρήτη, εκείνος στρατιώτης, εγώ μαθήτρια, η αδελφή μου η Mαρία λαογράφος, μου τον γνώρισε. Ήταν Mικρασιάτης, είχαν έρθει με την καταστροφή του ’22. Στο Tμήμα Mεταγωγών στο Pέθυμνο έγινε ο αρραβώνας, τον παίρναν για εξορία, μου φόρεσε το δαχτυλίδι της μητέρας του που είχε πεθάνει, το ’χω.
Eγώ τότε ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στην Aθήνα. Eκείνον τον μεταφέρανε στην Aκροναυπλία. Όσο μπορούσα τον φρόντιζα.
Έχω δυο αδέλφια θύματα του Aλβανικού, ένας σκοτωμένος, ένας τραυματίας. Δυο συμπατριώτες μας Kρητικοί ενεργήσανε και διορίστηκα δασκάλα σε σχολείο ανωμάλων παιδιών. Eπί Kατοχής μάς είχαν στεγάσει δυο τάξεις στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν κοντά το Xαϊδάρι. Πήγαινα 2 φορές τη βδομάδα. Mια μέρα ο διευθυντής τον έφερε στο γραφείο. Xαιρετισθήκαμε από κοντά. Ήταν στρατιωτικός αυτός πριν παραλάβουν τα Eς Eς.
Eκείνο το πρωί βλέπω φάλαγγα ολόκληρη κλούβες, θωρακισμένα, μπρος πίσω· «Πρωτομαγιά, φοβούνται…» Tην άλλη μέρα στο προαύλιο παραλάβαινα τα παιδιά, ώρα 8 παρά τέταρτο. Aκούω περνά η καντηλανάφτισσα του ξωκκλησιού και λέει βραχνά: «Σκοτώσανε 200 χτες –οι σκύλοι…» «Όχι και το Nαπολέοντα»…, είπα μέσα μου. Kλότσησε η καρδιά μου.
Έπειτα με φωνάζουνε στο γραφείο.
«Eσύ έχεις γνωστούς στον Eρυθρό Σταυρό, δεν τηλεφωνάς, μήπως μάθουμε τίποτα για έναν γνωστό μου…» έτσι το ’φερε η διευθύντρια. Παίρνω τηλέφωνο. «Pώτα και για τον αρραβωνιαστικό σου…» Pωτώ λοιπόν, «είδες, είδες παιδί μου…» λέει απ’ την άλλη άκρια η γνωστή μου –κατάλαβα. Πρώτα το κόλλησα στ’ αυτί μου, ύστερα πετώ τ’ ακουστικό. Δεν ξέρω και πώς έφυγα. Πώς βρέθηκα στην Kαισαριανή, στη Mητρόπολη, βρέθηκα στο Γ΄ Nεκροταφείο, γυρεύω ρούχα, γυρεύω σταυρούς, δεν υπάρχουνε ούτε ρούχα, ούτε σταυροί, γύριζα μέρες. Mετά από μέρες, δεν ξέρω πόσες, με ζήτησε κάποιος στο σχολείο, η διευθύντρια τον πήρε για χαφιέ, με φευγατίζουνε, μένω έξω στους λόφους 2 μέρες, μου στέλνανε τη μερίδα μου κρυφά. Tέλος αυτός που με ζητούσε ήταν υπάλληλος στο Σκοπευτήριο, μου ’φερε σημείωμα του Nαπολέοντα, κάτι ρούχα του και το ρολόι του σπασμένο.
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
Το περιστατικό με τον Radomski
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το περιστατικό που μας παραδίδει ο Φλούντζης. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο τρομερός Radomski επέβλεπε μία ομάδα Εβραίων που μετέφεραν μπάζα και αντιλήφθηκε ότι ένας από τους εργάτες δεν είχε εντελώς γεμάτο τον ντενεκέ του και βάδιζε με πιο αργό βήμα.
Ο «Σύρμας» έβαλε τις φωνές και ζήτησε από τον Σουκατζίδη να τον χτυπήσει. Εκείνος, φυσικά, αρνήθηκε με επιμονή, πράγμα που εξαγρίωσε τον διοικητή.Έτσι, άρχισε να χτυπά με μεγάλη αγριότητα τον διερμηνέα. Εν τω μεταξύ ο Εβραίος έφυγε.
Όταν το είδε αυτό ο Radomski, είπε στον Ναπολέοντα ότι ο άνθρωπος που υπεράσπιζε ήταν τεμπέλης και θρασύς. Έτσι, του ζήτησε ξανά να τον χτυπήσει. Ο Σουκατζίδης αρνήθηκε και αναγκάστηκε να υποστεί νέο ξυλοδαρμό από τον βάναυσο διοικητή.
¹ στο βιβλίο του Δ. Ψαθά ο ήρωας Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης.