Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και με σχετική δημοσίευση σε ΦΕΚ αποφασίσθηκε Παροχή της εγγύησης του ελληνικού δημοσίου προς τις τράπεζες για πιστωτικές διευκολύνσεις, προς αποκατάσταση ζημιών σε κτίρια που δεν ανήκουν σε επιχειρήσεις, από τις πυρκαγιές της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018 σε περιοχές της Περιφέρειας Αττικής και της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Ειδικότερα αποφασίσθηκε
Η παροχή της εγγύησης του ελληνικού δημοσίου προς τις τράπεζες, σε ποσοστό 75%, για τη χορήγηση δανείων, προς αποκατάσταση των ζημιών σε κτίρια (κατοικίες, ιεροί ναοί, κτίρια κοινωφελούς σκοπού) που προκάλεσαν οι πυρκαγιές της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018, στα διοικητικά όρια των περιοχών της Δ.Ε. Ν. Μάκρης, του Δήμου Μαραθώνα, Δ.Ε. Ραφήνας, του Δήμου Ραφήνας – Πικερμίου και Δ.Ε. Καλάμου, του Δήμου Ωρωπού της Π.Ε. Ανατολικής Αττικής, της Περιφέρειας Αττικής, της Δ.Ε. Πεντέλης, του Δήμου Πεντέλης, της Π.Ε. Βορείου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής, της Δ.Ε. Μεγαρέων, του Δήμου Μεγαρέων, της Π.Ε. Δυτικής Αττικής, της Περιφέρειας Αττικής και της Δ.Ε. Αγ. Θεοδώρων, του Δήμου Λουτρακίου – Αγ. Θεοδώρων, της Π.Ε. Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου, με τους κάτωθι βασικούς όρους:
1. Από τα ποσά των δανείων που θα χορηγηθούν στους πληγέντες, θα αφαιρεθούν τα ποσά της τυχόν ιδιωτικής ασφάλισης των ακινήτων.
2. Η συνολική διάρκεια των δανείων επισκευής ή ανακατασκευής ορίζεται σε δεκαπέντε (15) χρόνια.
3. Η εξόφληση των δανείων θα πραγματοποιηθεί σε ισόποσες εξαμηνιαίες ή ετήσιες χρεολυτικές δόσεις, η πρώτη από τις οποίες θα καταβληθεί είκοσι τέσσερις (24) μήνες μετά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης.
4. Η συνολική διάρκεια των δανείων επισκευής ή ανακατασκευής διατηρητέων κτιρίων ορίζεται σε είκοσι πέντε (25) χρόνια, η δε εξόφλησή τους θα πραγματοποιηθεί σε ισόποσες εξαμηνιαίες ή ετήσιες χρεολυτικές δόσεις, η πρώτη από τις οποίες θα καταβληθεί είκοσι τέσσερις (24) μήνες μετά την υπογραφή της δανειακής σύμβασης.
5. Τα δάνεια βαρύνονται με επιτόκιο ίσο προς αυτό των εντόκων γραμματίων του δημοσίου εξάμηνης διάρκειας, της εκάστοτε τελευταίας έκδοσης, που χρονικά προηγείται της έναρξης κάθε περιόδου εκτοκισμού των δανείων, προσαυξημένο κατά δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες, χωρίς άλλη προσαύξηση για προμήθεια κ.λπ., επιδοτούμενο κατά 100% από το λογαριασμό του ν. 128/1975 (ΦΕΚ 178/τ.Α΄/28-08-1975).
6. Σε περίπτωση μη καταβολής τριών (3) συνεχόμενων χρεολυτικών δόσεων, το ανεξόφλητο εγγυημένο ποσό του δανείου, καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Οι τράπεζες προκειμένου να εξοφληθούν από το δημόσιο, οι εγγυημένες απαιτήσεις τους, οφείλουν αφού περάσει ένα τρίμηνο από τη λήξη της τρίτης δόσης, να υποβάλουν τα δικαιολογητικά που ορίζονται, στην κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 101 του ν. 4549/2018 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, όπως εκάστοτε ισχύει.
7. Οι τράπεζες θα πρέπει να επιδιώκουν, την είσπραξη από τους πρωτοφειλέτες των ληξιπρόθεσμων εγγυημένων δόσεων, με την ίδια επιμέλεια που δείχνουν και για τα δάνεια που χορηγούν χωρίς την εγγύηση του δημοσίου.
8. Το ελληνικό δημόσιο, ως εγγυητής αναλαμβάνει την υποχρέωση εξόφλησης των εγγυημένων απαιτήσεων των τραπεζών, που θα περιλαμβάνουν το ανεξόφλητο εγγυημένο ποσό κεφαλαίου, κατά 75%.
9. Για ποσά δανείων μέχρι 10.000 € δεν απαιτείται εγγραφή υποθήκης. Για την ασφάλεια κάθε δανείου άνω των 10.000 €, θα εγγράφεται υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος υποθήκη επί του ακινήτου που θα επισκευάζεται ή ανακατασκευάζεται ή αγοράζεται από το προϊόν του άτοκου δανείου, ή αντί αυτού επί άλλου ακινήτου που τυχόν προσφέρεται από το δανειολήπτη, εφόσον η αξία του ακινήτου καλύπτει το ασφαλιζόμενο δάνειο. Η υποθήκη μπορεί επίσης να μεταφέρεται εκ των υστέρων σε άλλο ακίνητο αντίστοιχης αξίας.
10. Τα πιστωτικά Ιδρύματα, θα εξετάζουν την δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από τους δικαιούχους, με τα ίδια κριτήρια που εξετάζουν τη χορήγηση δανείων χωρίς την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, κατά τη συνήθη τραπεζική πρακτική.
11. Για τους λοιπούς όρους και τη διαδικασία σύναψης και χορήγησης των δανείων έχουν εφαρμογή οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
12. Ορίζεται προθεσμία δύο (2) ετών, από τη δημοσίευση σε ΦΕΚ της απόφασης εγγύησης, για τη χορήγηση των στεγαστικών δανείων. Σε περίπτωση υποβολής, από τους δικαιούχους των δανείων, ανακριβών δηλώσεων ή σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που θα αναλάβουν με όσα προβλέπονται στην κοινή υπουργική απόφαση, θα υπόκεινται, πέρα από τις νόμιμες κυρώσεις και στις ακόλουθες: α) Κήρυξη ολόκληρου του ποσού του δανείου ληξιπρόθεσμου και αμέσως απαιτητού από τη χορήγησή του. β) Κατάπτωση ποινικής ρήτρας υπέρ του δημοσίου, που θα συνομολογείται με τη δανειστική σύμβαση και θα αντιστοιχεί σε ποσοστό 10% επί ολοκλήρου του ποσού του δανείου. γ) Επιστροφή του ποσού των επιδοτούμενων τόκων των δανείων, που είχαν καταβληθεί, εντόκως με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας.
Σε κάθε περίπτωση που οι δανειολήπτες δεν εξοφλήσουν τις οφειλές τους στην τράπεζα, το χρέος βεβαιώνεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του δανειολήπτη/πρωτοφειλέτη, εις βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 101 του ν. 4549/2018 «Το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητής, προβαίνει σε εξόφληση της υποχρέωσής του που απορρέει από την κατάπτωση της εγγύησης ή που τυχόν επιβληθεί ή καταλογιστεί σε βάρος του αφορμή αυτής. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προηγούμενη βεβαίωση, ως εσόδων του, σε βάρος των πρωτοφειλετών, των εγγυητών και λοιπών συνυπόχρεων, των σχετικών ποσών στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.).».
Οι δανείστριες τράπεζες υποχρεούνται να υποβάλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους – Διεύθυνση Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων, σε ηλεκτρονική μορφή, και σύμφωνα με το άρθρο 105 του ν. 4549/2018:
1. Κάθε μήνα, κατάσταση στην οποία να αναφέρονται τα δάνεια που χορηγήθηκαν τον προηγούμενο μήνα.
2. Κάθε τρίμηνο, κατάσταση στην οποία να αναφέρονται τα ανεξόφλητα υπόλοιπα. Ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας απόφασης, καθώς και η αντιμετώπιση στα πλαίσια αυτής των προβλημάτων που θα ανακύπτουν κατά την υλοποίηση, ανατίθεται στη Διεύθυνση Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων του (Γ.Λ.Κ.). Από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δύναται να προκληθεί δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του ελληνικού δημοσίου, το ύψος της οποίας δύναται να ανέλθει σε 9.375,000 €.