Ηθική θα διδάσκονται όσοι μαθητές θα παίρνουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά. Αυτό αποφάσισε το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, δρομολογώντας τις ενέργειες για κατάρτιση του προγράμματος σπουδών και τη συγγραφή των βιβλίων. Η θεσμοθέτηση νέου μαθήματος εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις αιτήσεις για απαλλαγή από γονείς μαθητών, οι οποίες σήμερα είναι γύρω στις 10.500 ετησίως.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το υπουργείο Παιδείας, «μαθητές οι οποίοι δεν είναι xριστιανοί oρθόδοξοι (δηλαδή αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι, άθρησκοι, άθεοι, αγνωστικιστές), μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να απαλλαγούν από την υποχρέωση παρακολούθησης του μαθήματος των Θρησκευτικών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στον διευθυντή της σχολικής μονάδας στην οποία θα αναφέρεται το εξής: “Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών”. Η αίτηση υπογράφεται από τον μαθητή, εάν είναι ενήλικος, ή και από τους δύο γονείς/κηδεμόνες του, εάν είναι ανήλικος». Με βάση απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για όσους μαθητές παίρνουν απαλλαγή η πολιτεία οφείλει να εισαγάγει εναλλακτικό μάθημα για τους απαλλασσόμενους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα σενάρια που εξετάστηκαν για τον τύπο του μαθήματος ήταν ένα ουδετερόθρησκο ή ένα απολύτως θρησκειολογικό μάθημα. Τελικά επελέγη οι μαθητές να διδάσκονται Ηθική.
Θα διδάσκεται από τη Γ΄ Δημοτικού έως τη Γ΄ Λυκείου, αλλά για να συγκροτηθεί ένα τμήμα θα πρέπει να έχουν πάρει απαλλαγή από τα Θρησκευτικά τουλάχιστον 10 μαθητές σε μία τάξη.
Πενταμελής επιτροπή
Το μάθημα θα διδάσκεται στις χρονιές και τις ώρες που διδάσκονται και τα Θρησκευτικά, δηλαδή από την Γ΄ Δημοτικού έως την Γ΄ Λυκείου (τα Θρησκευτικά διδάσκονται εβδομαδιαίως στο Δημοτικό 2 ώρες σε Γ΄ και Δ΄ , από μία ώρα σε Ε΄ και ΣT΄, από 2 ώρες στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου, και 2-2-1 είναι οι ώρες σε Α΄-Β΄-Γ΄ Λυκείου αντίστοιχα). Βεβαίως, για να συγκροτηθεί ένα τμήμα Ηθικής θα πρέπει να έχουν πάρει απαλλαγή τουλάχιστον 10 μαθητές σε μία τάξη. Αρα, όπως προκύπτει, αυτό θα συμβεί στις μεγάλες περιφέρειες της χώρας και όπου υπάρχει συγκέντρωση αλλοθρήσκων. Στην περίπτωση που απαλλαγή από τα θρησκευτικά πάρουν λιγότεροι από δέκα μαθητές σε μία τάξη, τότε αυτοί την ώρα των Θρησκευτικών είτε θα παρακολουθούν άλλα μαθήματα σε κάποιο άλλο τμήμα της τάξης τους, είτε θα κάνουν κάποια ερευνητική εργασία (project). Για την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών έχει οριστεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) πενταμελής επιτροπή. Συντονιστής του έργου ορίστηκε ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής θα είναι η κ. Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ, η κ. Αννα Ντιντή, εξειδικευμένη στο πεδίο της διδασκαλίας της Φιλοσοφίας και Ηθικής στα παιδιά, ο κ. Σταύρος Καραγεωργάκης, φιλόλογος σε σχολείο της Θεσσαλονίκης, και η κ. Χαρινέλα Τουρνά, σχολική σύμβουλος. Οπως ανέφερε χθες στην «Κ» ο κ. Βιρβιδάκης, το μάθημα θα αναφέρεται σε ηθικές αξίες, και για τη διαμόρφωση της ύλης του ανά τάξη θα μελετηθούν αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό. Ενδεικτικά, στη Γερμανία σε κάποια κρατίδια διδάσκεται ηθική φιλοσοφία σε όσους μαθητές απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά. Επίσης, στόχος είναι το πρόγραμμα σπουδών να διαμορφωθεί με βάση την ηλικία των μαθητών, ενώ κρίσιμο είναι ποια ειδικότητα θα επιλεγεί να το διδάξει. Οι πρώτες σκέψεις κάνουν λόγο για σύνταξη δύο βιβλίων του μαθήματος για το δημοτικό και από ένα σε γυμνάσιο και λύκειο. Προς το παρόν δεν έχει αποσαφηνιστεί, αλλά προτεραιότητα φαίνεται να έχουν οι φιλόλογοι και οι θεολόγοι. Δικαίωμα μπορούν να κατοχυρώσουν και οι απόφοιτοι τμημάτων κοινωνικής ανθρωπολογίας. Επίσης, πρέπει να βρεθούν επιπλέον αίθουσες για τη διδασκαλία του μαθήματος. Μετά την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών, θα γίνει πιλοτική εφαρμογή του στα Πειραματικά Σχολεία και κατόπιν θα εισαχθεί στα σχολεία, «το νωρίτερο από το 2027», όπως δήλωσε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.
Oι μαθητές που παίρνουν απαλλαγή από τα Θρησκευτικά «εάν δεν παραμένουν στο προαύλιο την ώρα του μαθήματος, μπορεί να παρακολουθούν μάθημα σε κάποιο άλλο τμήμα», όπως ανέφερε έμπειρος θεολόγος. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν κάνουν τίποτε.
«Να δοθεί ως βοήθημα και η Καινή Διαθήκη»
Τη διανομή της Καινής Διαθήκης στους μαθητές ζητεί από το υπουργείο Παιδείας η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων (ΠΕΘ). Συγκεκριμένα, η Ενωση θεωρεί ότι η Καινή Διαθήκη πρέπει να δοθεί ως σχολικό βοήθημα στους μαθητές όταν ξεκινούν το γυμνάσιο.
Ειδικότερα, σε επιστολή προς τον υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη η ΠΕΘ αναφέρει ότι «το αίτημα για χορήγηση ενός αντιτύπου της Καινής Διαθήκης, ως σχολικό εγχειρίδιο στους μαθητές της Α΄ Γυμνασίου των Γυμνασίων της χώρας, το οποίο θα χρησιμοποιείται κατόπιν και για όλες τις υπόλοιπες τάξεις γυμνασίου και λυκείου στο μάθημα των Θρησκευτικών, στηρίζεται εκτός των άλλων και στο γεγονός ότι σε πολλά μαθήματα, εκτός των κυρίως σχολικών βιβλίων, το υπουργείο Παιδείας διανέμει στους μαθητές επιπλέον βοηθήματα, όπως τετράδια εργασιών, εργαστηριακούς οδηγούς κ.ά.».
«Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η εκτύπωση και διανομή της Καινής Διαθήκης στους μαθητές μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της απαραίτητης για τη διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος χρήσης του σημαντικότερου θεολογικού “βοηθήματος”, που αποτελεί την πηγή, τη βάση και το θεμέλιο όλης της χριστιανικής θεολογίας», προσθέτει η Ενωση. Μάλιστα, αναφέρει ότι καθώς σχεδιάζεται η εφαρμογή του πολλαπλού βιβλίου, «η παροχή της Καινής Διαθήκης θα πρέπει να καθιερωθεί, ανεξαρτήτως της επιλογής του κυρίως σχολικού εγχειριδίου Θρησκευτικών, που θα γίνεται από τους διδάσκοντες Θεολόγους. Αλλωστε, με τον ίδιο τρόπο θα συνεχίσουν προφανώς να παρέχονται σε όλους του μαθητές τα βιβλία της Γραμματικής και του Συντακτικού για τις ανάγκες των φιλολογικών μαθημάτων, ανεξαρτήτως των βιβλίων που θα επιλέγονται στα πλαίσια εφαρμογής του πολλαπλού βιβλίου».
ΑΠΟΨΕΙΣ
Συναφής ηθικοκοινωνική ανάπτυξη των μαθητών
Του Ηρακλή Ρεράκη*
Η θέση της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ) για τη θέσπιση μαθήματος που πρέπει να διδάσκονται όσοι απαλλάσσονται από τα Θρησκευτικά είναι η εξής: Οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ (Ολομ. 1749 και 1750 του 2019) προβλέπουν α/ ότι οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές, βάσει του δικαιώματος της απαραβίαστης από το Σύνταγμα διάταξης της θρησκευτικής τους ελευθερίας, μπορούν να παίρνουν πλήρη απαλλαγή από τα Θρησκευτικά. Και β/ ότι «για τους μαθητές αυτούς και, προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία “ελεύθερης ώρας” και ο κίνδυνος απομακρύνσεως των μαθητών από το, συνταγματικώς επιβαλλόμενο, μάθημα (των Θρησκευτικών), χωρίς αποχρώντα λόγο, η πολιτεία οφείλει να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος, συναφούς κατά την αντίληψή της περιεχομένου, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών, κατά την αντίληψη πάντοτε της πολιτείας».
Το υπουργείο Παιδείας και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής έχουν υποχρέωση να μεριμνήσουν για τη συγγραφή νέων προγραμμάτων και βιβλίων για τους απαλλασσόμενους από τα Θρησκευτικά μαθητές. Τα προγράμματα και τα βιβλία αυτά είναι ανάγκη να συνιστούν τη θέσπιση ενός «ισότιμου μαθήματος και συναφούς περιεχομένου» με τα Θρησκευτικά «Ηθικής» ή ηθικοκοινωνικής Αγωγής. Πλείστες χώρες της Ευρώπης προσφέρουν για τις κατηγορίες αυτές των μαθητών ένα τέτοιο ή παρόμοιο μάθημα Ηθικής, με στόχο αυτό να καλύπτει μια συναφή ηθικοκοινωνική ανάπτυξη των μαθητών με εκείνη που προσφέρεται από το μάθημα των Θρησκευτικών. Ο στόχος του μαθήματος αυτού πρέπει να είναι να λαμβάνουν αυτοί οι μαθητές τις ανάλογες και αντίστοιχες δεξιότητες και ικανότητες με εκείνες που προσφέρονται στους συμμαθητές τους, που διδάσκονται τα Θρησκευτικά, για να μπορούν και εκείνοι να εντάσσονται ομαλά στον ηθικοκοινωνικό ιστό της χώρας. Στην ευχέρεια του υπ. Παιδείας είναι επίσης ο ορισμός του ικανού και απαιτούμενου αριθμού μαθητών για να διδάσκεται αυτό το μάθημα στις σχολικές τάξεις. Αναμένουμε τις ρυθμίσεις επί του θέματος για να μπορούμε να εκφράσουμε τις θέσεις μας.
* Ο κ. Ηρακλής Ρεράκης είναι καθηγητής ΑΠΘ, πρόεδρος της ΠΕΘ.
Προκλήσεις στον δρόμο προς τη λύση
Του Δημήτριου Ν. Μόσχου
Τα τελευταία χρόνια το μάθημα των Θρησκευτικών τείνει να έρχεται στη δημοσιότητα όχι εξαιτίας της παιδαγωγικής του αξίας και των βημάτων που έχουν γίνει στη διδακτική του (και είναι πολλά!), αλλά εξαιτίας της διελκυστίνδας ανάμεσα στη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία: η πρώτη, μετά το 2019, εντέλλεται ένα μάθημα με βάση τη θρησκευτική πίστη του μαθητή/τριας με υπερρυθμίσεις για όσους είναι ορθόδοξοι (π.χ. αρνούμενοι ακόμα και τη συνάντηση της Ορθόδοξης θεολογίας με τις σύγχρονες επιστήμες και τέχνες!) και με γενικές προβλέψεις για εναλλακτικό μάθημα για μη Ορθόδοξους. Η πολιτεία αναβάλλει το δεύτερο μέχρι τώρα.
Φυσικά, το πρόβλημα είναι βαθύτερο: μέρος της ελληνικής κοινωνίας και εκκλησιαστικοί και θεολογικοί παράγοντες που θέλουν να είναι εκφραστές του, (επιμένει να) θεωρεί ότι εξακολουθεί να αποτελεί την ομοιογενή ελληνική κοινωνία και θρησκευτική κοινότητα των περασμένων αιώνων. Θεολόγοι και ιεράρχες που κατέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλούμενοι το Σύνταγμα για να ακυρώσουν τα προηγούμενα Θρησκευτικά, φαντασιώνονται την τάξη του δημόσιου σχολείου ως ένα Ορθόδοξο εκκλησίασμα λιλιπούτειων πιστών. Ζητούν Θρησκευτικά ως ένα είδος κατήχησης. Αφήνουν έξω από την παιδαγωγική, ποιμαντική (ή ακόμα και ιεραποστολική) τους μέριμνα τους μη ορθόδοξους. Η πολιτεία από την άλλη βλέπει την πραγματικότητα ενός δημόσιου σχολείου που είναι όχι μόνο κατακερματισμένο σε θρησκευτικές κοινότητες, αλλά κατακερματισμένο γενικώς ανάμεσα σε ατομικιστικά πρότυπα ζωής, κουρασμένους γονείς, απηυδισμένους και φοβισμένους εκπαιδευτικούς.
Μπορεί ως λύση να θεωρείται από τους δικαστές η οριοθέτηση δικαιωμάτων ανάμεσα στα επιμέρους μικροσύμπαντα του ελληνικού σχολείου και η θρησκευτική κοινότητα να είναι ένα απ’ αυτά, αλλά παιδαγωγικά το σχολείο δεν προκόβει αν δεν φέρει τους μαθητές του σ’ έναν ενιαίο κόσμο συνύπαρξης, σεβασμού και ανθρωπιάς. Κατακερματίζοντάς τους (και) ανάλογα με το αν είναι ορθόδοξοι ή όχι, το σχολείο φτωχαίνει. Για όποιον σέβεται και κατανοεί την Ορθόδοξη θεολογία, αυτό σημαίνει φτώχεια και για εκείνη.
Η λύση πρέπει να σέβεται και τις σύγχρονες ανάγκες όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής κοινωνίας (που έχει ήδη νομοθετήσει οδηγίες και κατευθύνσεις) για ουσιαστικό θρησκευτικό εγγραμματισμό και δημιουργία προϋποθέσεων αποκρυπτογράφησης του θρησκευτικού φαινομένου, τόσο της δικής μας θρησκείας όσο και της θρησκείας του άλλου – άρα χρειαζόμαστε μαθήματα που θα καταγίνονται με τη θρησκεία και τις θρησκείες (κι όχι με φιλοσοφία και ηθική γενικώς). Oμως, πρέπει να διασώζει και την ενότητα του δημόσιου σχολείου σ’ έναν κόσμο ανοιχτό, δημοκρατικό, διαφανή με αμοιβαίο σεβασμό και όχι τεμαχισμένο σε «κρυφά» θρησκευτικά σχολειά μακριά από τη συνύπαρξη με τον διαφορετικό με τον οποίο θα μοιραστούμε τον ίδιο κόσμο μεγαλώνοντας. Για τον ορθόδοξο θεολόγο αυτή είναι η παράδοση και η ιστορία του.
* Ο κ. Δημήτριος Ν. Μόσχος είναι πρόεδρος Τμήματος Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.