Ο εμπνευστής της Ενωμένης Ευρώπης Ζαν Μονέ είχε προφητικά αναφέρει ότι «H Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από τις κρίσεις». Για πολλοστή φορά στην ιστορία τα Ευρωπαϊκά κράτη είναι αντιμέτωπα με την πιο πολύπλοκη κρίση, αυτή του covid19 και λέω πολύπλοκη γιατί μέχρι σήμερα οι κρίσεις αφορούσαν κυρίως οικονομικά θέματα. Θα κάνω μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να ενημερωθούν οι νεότεροι πως αντιμετωπίστηκαν οι οικονομικές και πολιτικές κρίσεις και γιατί οδηγούμαι στην διαπίστωση ότι δυστυχώς τα λάθη και οι αστοχίες επαναλαμβάνονται.
Ξεκινώντας με την δεκαετία του 1960 τρία χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΟΚ, η υλοποίηση των προγραμμάτων που προωθούσε η ευρωπαϊκή ένωση επέφερε ευημερία και πρόοδο στις ευρωπαϊκές χώρες με σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε συνδυασμό με υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Η Ευρώπη είχε εξελιχθεί σε μια οικονομική δύναμη που ανταγωνιζόταν την Αμερική η οποία λόγω του πολέμου του Βιετνάμ είχε τεράστιες αμυντικές δαπάνες. Αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης ήταν η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος της Αμερικής, της χώρας στην οποία μέχρι τότε στηριζόταν η ευημερία του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος λόγω της ισοτιμίας δολαρίου και χρυσού. Η αντίδραση της Αμερικής ήταν άμεση και το 1971 έκανε ελεγχόμενη υποτίμηση του δολαρίου αποδεσμεύοντάς το από τον χρυσό αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη ελευθερία οικονομικών και πολιτικών κινήσεων, με την Ευρώπη να κάνει σπασμωδικές κινήσεις.
Την δεκαετία του 1970, οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 , οδήγησαν σε μεγάλες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου επιφέροντας μεγάλη κρίση στο εμπόριο, ενώ συγχρόνως μεταφέρονται οι πόροι προς τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης ήταν η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, η μείωση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, η δραματική αύξηση της ανεργίας, η άνοδος του πληθωρισμού και η απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. ΄Ολη αυτή η κατάσταση της παρατεταμένης κρίσης έγινε γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός και έπληξε ως επί το πλείστον τις καθυστερημένες οικονομικές περιοχές της Ευρώπης και ιδιαίτερα τον Νότο. Η Ε.Ε για άλλη μια φορά αδυνατεί να αντιμετωπίσει ενιαία το πρόβλημα και το θέμα αντιμετωπίζεται εθνοκεντρικά από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Διαφαίνεται ότι τα κράτη μέλη εκτός από το εμπόριο δεν ενδιαφέρονται για μια ουσιαστική νομισματική ένωση και για την υιοθέτηση κοινών πολιτικών που μακροπρόθεσμα θα ωφελήσουν οικονομικά όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Την δεκαετία του 1990 ξεσπάει η κρίση στα Βαλκάνια την οποία οι Ευρωπαϊκές χώρες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν γιατί δεν υπάρχει ενιαία εξωτερική πολιτική. Υπάρχει το παράδειγμα της κρίσης στην Γιουγκοσλαβία όπου η ΕΕ επέδειξε αδυναμία ουσιαστικής παρέμβασης, αφού κάθε κράτος επιχειρούσε να διασφαλίσει τα συμφέροντά του. Μέσα στους κόλπους της ΕΕ υπήρχαν διαφορετικές απόψεις για τον χειρισμό του γιουγκοσλαβικού ζητήματος, η Γερμανία πχ. πήρε απόφαση και αναγνώρισε τις ανεξάρτητες δημοκρατίες γιατί αυτό την συνέφερε, τα άλλα κράτη έμειναν απλοί παρατηρητές. Το ίδιο συνέβη και κατά την κρίση στο Κόσοβο. Η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση ήταν πλέον ένας γίγαντας, που ενώ είχε τις δυνατότητες να επεμβαίνει πολιτικά και ίσως και στρατιωτικά, δεν μπορούσε κυρίως λόγω έλλειψης των καταλλήλων διαδικασιών.
Την περίοδο 1997-2001 όταν προέκυψε το παλαιστινιακό πρόβλημα, η ευρωπαϊκή διπλωματία ενώ είχε παρουσία στην περιοχή και ήταν επιθυμητή η βοήθειά της, κατέγραψε αδυναμία όσον αφορά στις δυνατότητές της να επέμβει ουσιαστικά, ώστε να βρεθεί τελική επίλυση στην αραβο-ισραηλινή σύρραξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μειονεκτούσε εξ αιτίας της αδυναμίας της να διαμορφώσει ένα λειτουργικό σύστημα κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και πάλι βρήκε την Ευρώπη ανέτοιμη. Τα προβλήματα στην οικονομία κατέδειξαν το βαθύτερο πρόβλημα της ευρωζώνης, δηλαδή ότι αποτελείται από χώρες που ναι μεν χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα, αλλά επί της ουσίας το νόμισμα δεν έχει την ίδια αξία. Η ανταπόκριση της Ευρώπης στην οικονομική κρίση άργησε πάνω από έξι μήνες και ήταν ανεπαρκής αφ’ ενός λόγω της προβληματικής δόμησης της ευρωζώνης και αφ’ ετέρου λόγω του προβληματικού μηχανισμού του Ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με το οποίο η Ευρώπη προσπάθησε να γιατρέψει μια κρίση που οφειλόταν ακριβώς στην προβληματική αυτή δόμηση. Δεν επιθυμώ να αναφερθώ δε στην τιμωρητική στάση των χωρών του Βορά έναντι αυτών του Νότου.
Η τωρινή λοιπόν κρίση της πανδημίας δείχνει ότι αντιμετωπίζεται από τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με τα ίδια αποτυχημένα υλικά του παρελθόντος. Η Ε.Ε δείχνει ότι δεν έχει μάθει από τα λάθη της. Δυστυχώς το ενδιαφέρον έγκειται μόνο στην οικονομική ένωση και κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι πλέον έχουν αλλάξει τα δεδομένα και θα πρέπει η Ευρώπη να αναζητήσει νέες πολιτικές προκειμένου να οικοδομηθεί ένα νέο κοινωνικό – οικονομικό μοντέλο. Αν δεν συμβεί αυτό, αν τα κράτη μέλη δεν επιδείξουν πραγματική αλληλεγγύη υπάρχει η πιθανότητα, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, να μην αντέξει η ευρωζώνη, γεγονός που θα φέρει τα ευρωπαϊκά κράτη σε απομόνωση και σε αδύνατη θέση στον διεθνή ανταγωνισμό. Τις παγκόσμιες κρίσεις που εμφανίζονται δεν μπορεί κανένα κράτος να τις αντιμετωπίσει μόνο του, ούτε δικαιούται καμία χώρα να επιθυμεί να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο. Για να μπορέσει η ΕΕ να συνεχίσει την πορεία της θα πρέπει όλοι να αντιληφθούν ότι τα κράτη μέλη είναι ισότιμα και ότι μέσα από αυτή την δοκιμασία θα καθοριστεί και το αν θα έχει μέλλον. Αυτό το μέλλον που οραματίστηκε κάποτε ο Ζαν Μονέ και άλλοι φωτισμένοι ηγέτες που προσέβλεπαν σε μια Ενωμένη Ευρώπη οικονομικά και πολιτικά ισχυρή, σε μια Ευρώπη που θα έχει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι.
ΚΛΑΙΡΗ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ