Η μεγάλη αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος η οποία επηρεάζει δραματικά το κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οδηγώντας σε ντόμινο ανατιμήσεων, αναδεικνύει την έλλειψη ολοκληρωμένου κυβερνητικού στρατηγικού σχεδίου για την ενέργεια.
Οι δύο βασικές αιτίες της αύξησης της ηλεκτρικής ενέργειας προέρχονται από τον υπερδιπλασιασμό των τιμών του φυσικού αερίου και των εκπομπών ρύπων.
Η Κίνα ήδη συμβάλλει στις εκπομπές ρύπων με ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, ενώ η υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου για δημιουργία νέων εργοστασίων έως το 2030 θα ανεβάσει στο 90% την συμμετοχή της στην δημιουργία ρύπων οι οποίοι προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την στιγμή μάλιστα όπου η Ε.Ε.θα έχει απεξαρτητοποιηθεί από τον λιγνίτη σε αντίστροφο ποσοστό.
Η εμπορική πολιτική Ε.Ε. και Κίνας με αυτά τα δεδομένα οφείλει να επανεξετασθεί, διότι δεν υφίσταται μόνο το θέμα της κλιματικής αλλαγής αλλά και της απώλειας ανταγωνιστικότητας των ευρωπαικών επιχειρήσεων η οποία προκαλείτε από την αύξηση των τιμών των εκπομπών ρύπων και του κόστους παραγωγής. Η ελληνική κυβέρνηση συνεπώς οφείλει να θέσει το θέμα στο Ευρωπαικό Συμβούλιο, διεκδικώντας αύξηση των δασμών στα κινέζικα προιόντα ως μοχλό πίεσης αλλά και ως αντισταθμιστικό όφελος.
Ταυτόχρονα η μονοπωλιακή εξάρτηση της Ευρώπης από το Ρώσικο φυσικό αέριο έχει διπλασιάσει την τιμή του. Η Ελλάδα η οποία με τον λιγνίτη είχε εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την ενεργειακή αυτονομία της με τις πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις να κλείσουν όλες οι λιγνιτικές μονάδες έως το 2027 και να αντικατασταθούν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από μονάδες φυσικού αερίου εισέρχεται σε αμφιλεγόμενη πλέον στρατηγική για την ενέργεια.
Η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί τις ιδανικές προυποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Η κυβερνητική επιμόνη όμως για ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή του φυσικού αερίου, την στιγμή μάλιστα όπου η Τουρκία μέσω του TAP θα ελέγχει την μονοπωλιακή ροή του αζέρικου και του ρώσικου φυσικού αερίου στην χώρα μας, εγείρει και σοβαρά θέματα εθνικής ασφάλειας. Η Ρεβυθούσα και η Αλεξανδρούπολη παρέχουν την δυνατότητα εναλλακτικής παροχής μέσω του LNG αλλά ο κίνδυνος θα παραμείνει υψηλός.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου όπως και η κυβέρνηση Τσίπρα προώθησαν την εκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων μέσω του EastMed, προκειμένου να δημιουργηθεί εναλλακτική παροχή από τα ελληνικά, τα κυπριακά, τα ισραηλινά και τα αυγυπτιακά κοιτάσματα φυσικού αερίου, γεγονός το οποίο θα ενισχύσει την εθνική αλλά και την ευρωπαική ασφάλεια.
Ενώ η κυπριακή κυβέρνηση, παρά τις τούρκικες απελές προχωρά αποφασιστικά στίς έρευνες και την εξόρυξη, η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί αμήχανα τα τούρκικα ερευντικά να εισέρχονται στην ελληνική ΑΟΖ φθάνοντας έως και τα 6 ν.μ.!! Η Τουρκία δημιουργεί τετελεσμένα στην περιοχή καταπατώντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο αλλά και το δίκαιο της θάλασσας.
Η απάντηση της Ελλάδας και της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία είναι σκληρή μόνο σε λεκτικό επίπεδο, ενώ σε επίπεδο πραγματικών κυρώσεων και αντιδράσεων ουδέν.
Η κωλλυσιεργεία όμως και η κατευναστική στρατηγική οδηγούν σε νέα τετελεσμένα στην ανατολική μεσόγειο, ακυρώνοντας έμπρακτα την εθνική στρατηγική για την ενέργεια, οδηγώντας στην δραματική εξάρτηση της χώρας μας από τις τουρκικές διαθέσεις.
Απαιτείται σαφής ενεργειακός κυβερνητικός ανασχεδιασμός ο οποίος θα εναρμονίζεται τόσο με την κλιματική κρίση, όσο και με τα ζητήματα της εθνικής ασφάλειας και της εθνικής οικονομίας.
Διαφορετικά οι αυξήσεις αυτές στο ηλεκτρικό ρεύμα οι οποίες απειλούν να τινάξουν στον αέρα επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ίσως να συνιστούν μόνο την απαρχή μιας μεταβατικής περιόδου όπου από την ενεργειακή αυτονομία θα εισέλθουμε στην ενεργειακή εξάρτηση και μάλιστα από την Τουρκία. Χρήστος Ξενοκώστας Συγγραφέας, Οικονομολόγος