«Στη Ραφήνα των παιδικών μου χρόνων – στηρίζω “Οδό 23ης Ιουλίου”»
Ήταν ένα ιουλιανό απόγευμα και η κεντρική πλατεία της μικρής παραθαλάσσιας πόλης ήταν γεμά-τη κόσμο. Όχι, δεν επρόκειτο για κάποια πολιτιστική εκδήλωση, από τις πολλές που πραγματοποι-ούνται τέτοια εποχή. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από τον καπνό και οι φλόγες σπάθιζαν πάνω από τις παραλίες, ενώ οι σειρήνες των πυροσβεστικών, των περιπολικών και των ασθενοφόρων που πήγαιναν κι έρχονταν ακούγονταν σαν μοιρολόι.
Έβλεπες τους ανθρώπους στην πλατεία να βηματίζουν ανήσυχοι ή να κάθονται όπου αυτό ήταν δυνατό, σε παγκάκια, σε πεζούλια καταγής κι ήταν στο βλέμμα τους έκδηλη η ανησυχία για τους δικούς τους, για τις περιουσίες τους. «Κάηκαν όλα! Τι δεν καταλαβαίνεις; Και η αποθήκη και το σπίτι και το αυτοκίνητο… Όλα! Τι δεν καταλαβαίνεις; Όλα!». Ο «δικός μας» – και λέω «δικός μας», γιατί γι’ αυτόν θα μιλήσουμε σ’ αυτήν την ιστορία – κάπνιζε ψύχραιμος κάτω από μία μεγάλη πινακίδα νέον που διαφήμιζε μία παράσταση Καραγκιόζη «γέλια γέλια γέλια». Ήταν γύρω στα σαράντα και η ωριμότητα είχε μόλις αρχίσει να του θωπεύει τους κροτάφους. Εργένης, ή μάλλον γεροντοπαλλήκαρο, χωρίς παιδιά – σκυλιά, μόνο με μια μια μάνα και κάτι ανίψια. Γύρισε και της μίλησε.
-Πού λες να είναι τώρα η φωτιά;
Αυτή σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Ήταν ολοφάνερα κουρασμένη· απ’ το τρέξιμο, απ’ τη ζωή… Κάποιος από εκεί κοντά άκουσε το ερώτημα και έσπευσε να απαντήσει.
-Τώρα είναι στη λεωφόρο! Καίει μέσα στην πόλη! Όλα έγιναν στάχτη!
Η μάνα τότε ζωήρεψε και μ’ ανησυχία έπιασε το χέρι του γιου της.
-Στη λεωφόρο; Πάει το σπίτι μας!
-Βρε δε πα να γίνει στάχτη το μπουρδέλο!
Δεν του μίλησε. Αυτό το σπίτι ήταν ο καρπός των κόπων που είχε καταβάλλει με τον μακαρίτη σύζυγό της, αφού, επαρχιώτες, είχαν αφήσει το νησί τους την εποχή της Μεγάλης Φυγής και είχαν αράξει στην Αθήνα, μαζί με τις νομάδες δημοσίων υπαλλήλων και μεροκαματιάρηδων. Αυτοί, δημόσιοι υπάλληλοι, μήνας έμπαινε μήνας έβγαινε είχαν το μισθό τους κι ήταν ίσα βάρκα ίσα νερά. «Κάτω απ’ το μηνιάτικο κι ας είσαι και στο πέταλο!». Αργότερα, τον καιρό της Μεταπολίτευσης και των παχιών αγελάδων, με κάτι χρήματα που είχαν στην άκρη (πούλησαν κι ένα καλύβι στο χωριό) και το εφάπαξ, αγόρασαν ένα οικοπεδάκι στα παραθαλάσσια προάστια, άρτιο και οικοδομήσιμο, έχτισαν το σπιτάκι τους, φως νερό τηλέφωνο, να κάτσουν να ησυχάσουν. Την υγειά μας νά ‘χουμε.
Πέταξε βλαστημώντας το τσιγάρο του. Όλα στη ζωή του ήταν ένα λάθος. Μία σειρά λάθος επιλογών. Αλλά δεν είχε παράπονο· πέρασε καλά· κλαμπινγκ μέχρι πρωίας, γυναίκες, αυτοκίνητα, όλα τα είχε πλήθια. Νά ‘ναι καλά οι συντάξεις των γονέων. «Ό,τι στερηθήκαμε εμείς να μη λείψει απ’ τα παιδιά μας!», αλλά αυτός δεν μπορούσε να στεριώσει σε δουλειά. Μόνο κάτι μεροκάματα από ‘δω κι από ‘κει μάζευε. Ήταν κι από εκείνους τους ανθρώπους που ενθουσιάζονται εύκολα (και απογοητεύονται εξίσου εύκολα)· γύρευε τις επικερδείς δουλειές και τα μεγάλα κυνήγια. Ήθελε πάντα το κάτι παραπάνω. Τίποτα, όμως, δεν του πήγαινε καλά και έτσι έλιωνε στο διαμέρισμα που του είχαν παραχωρήσει οι γονείς του στο κτήριο που έχτισαν. Facebook, μοναξιά και ένας δυο φίλοι που του είχαν απομείνει.
Η ώρα περνούσε. Ο καπνός υψωνόταν ολοένα και πιο πυκνός πάνω από τα απελπισμένα κεφάλια και ο αέρας δεν έλεγε να κοπάσει. Μυρωδιά από καμμένο λάστιχο (και σάρκα; Ναι! Και σάρκα!) τρύπαγε τα σωθικά τους. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική και μια σιωπηλή οργή, συνοδευόμενη από αξιοπρέπεια και οδύνη, κόχλαζε στις ψυχές του πλήθους. Εκείνη τη μέρα, χιλιάδες άνθρωποι αισθάνθηκαν πιο μόνοι από ποτέ. Ο «δικός μας» το είχε πάρει απόφαση. Θα γύριζε πίσω. Αυτό το σπίτι ήταν η τελευταία του ελπίδα. Δεν έπρεπε να το αφήσει να καεί! Είχε πριν λίγο καιρό βρει έναν φίλο του από τα παλιά, εργένη και μόνο. Είχαν καιρό να τα πουν. Πρόσεξε το κοστούμι του φίλου του και το καλό του ρολόι. Απόρησε. «Βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων», ήταν η απάντηση. «Έχω κληρονομήσει κάποια διαμερίσματα. Τα νοικιάζω σε τουρίστες και χέζομαι στο τάλληρο!» Ενθουσιάστηκε. Αυτή ήταν η ευκαιρία που έψαχνε, η ευκαιρία να ξεφύγει από τη μιζέρια, να ξαναζήσει τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος. Όταν γύρισε στο σπίτι πετούσε. Εξήγησε το σχέδιό του στη μητέρα του, αλλά αυτή ήταν επιφυλακτική. «Αυτό το σπίτι, παιδί μου, το χτίσαμε εγώ κι ο πατέρας σου για σένα και τ’ αδέλφια σου. Δε θέλουμε νοικάρηδες.» Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική τους κατάσταση ήταν δεινή και ο κλοιός των χρεών στένευε γύρω τους επικίνδυνα. Οι επιλογές τους περιορίζονταν. Οι στερήσεις του χτυπούσαν την πόρτα. Στο τέλος, η μητέρα υπέκυψε και δέχτηκε την πρόταση του γιου που είχε αρχίσει να απελπίζεται και να μαραζώνει. Όταν του είπε το πολυπόθητο «ναι», η καρδιά του σκίρτησε και είδε επιτέλους ένα φως στην άκρη του τούνελ. Όταν ξανασυνάντησε τον φίλο του, μιλούσαν πλέον σαν συνεργάτες και τα όνειρα πετάριζαν χαρούμενα στο μυαλό του.
-Θα σε κάνουμε συνεταίρο στην εταιρεία μας. Το γραφείο σου θα είναι σε κεντρική περιοχή. Από τα κέρδη του ακινήτου σου θέλω ένα 20% πάνω κάτω συν τα χρήματα για την καθαρίστρια.
-Έγινε!
-Πίστεψέ με, συνεταιράκι! Το ακίνητό σου είναι σε τουριστική περιοχή και κοντά στη θάλασσα! Θα ‘κονομήσεις γερά!
Την άλλη μέρα ξεκίνησε χαρούμενος ανακαίνιση. Είχε καιρό να αισθανθεί έτσι, αν και κάτι δεν τον άφηνε να χαρεί βαθειά μέσα του και πάλευε να καταλάβει τι. Τον τυραννούσε τελευταία αυτή η στέρηση της χαράς. Νά ‘ταν το χρήμα που του έλειπε; Ναι! Μάλλον αυτό θα ήταν η αιτία, αλλά τώρα με τη νέα του επιχείρηση θα ξεμπέρδευε μια για πάντα με τη φτώχεια και τη μιζέρια.Η ανακαίνιση προχωρούσε. Κόντευε να την τελειώσει όταν η πύρινη λαίλαπα κατέβηκε από το βουνό, σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα της. Μπήκαν όπως όπως στο αυτοκίνητο, ενώ η στέγη του παραδιπλανού σπιτιού είχε παραδοθεί στις φλόγες σαν να ήταν χάρτινη.
Στράφηκε στη μητέρα του.
-Μαμά, θα πάω πίσω!
Σάστισε.
-Τρελάθηκες, παιδί μου! Θα πας σ’ αυτήν την κόλαση;
Δεν την άκουσε. Σπρώχνοντας το ακίνητο πλήθος, με δυο δρασκελιές αγωνίας, έφτασε στο αυτοκίνητο. Οδήγησε κόντρα στο ρεύμα και το πανικόβλητο πλήθος. Όσο πλησίαζε προς το σπίτι, τόσο η αγωνία του μεγάλωνε. Τα χέρια του στο τιμόνι έτρεμαν. Άκουγε τρίξιμο κλαδιών και εκρήξεις, κλάμματα και βλαστήμιες. Άνθρωποι αναζητούσαν τους δικούς τους. Νεκροί και τραυματίες στοιβάζονταν στην άκρη του δρόμου. Στο δρόμο που οδηγούσε προς το σπίτι, η πορεία του ανεκόπη από το πλήθος που στεκόταν μπροστά από μία φλεγόμενη μονοκατοικία, γύρω από ένα περιπολικό της αστυνομίας. Ο ένοικος ήταν μέσα και αρνούνταν πεισματικά να βγει μέχρι να ερχόταν πυροσβεστικό όχημα. Οι διαπραγματεύσεις με τον αστυνομικό είχαν καταλήξει σε εκτόξευση ύβρεων. Άφησε το αυτοκίνητο και συνέχισε πεζός. Ο καπνός τον εμπόδιζε να αναπνεύσει και να δει. Πήγαινε στα τυφλά. Όταν έφτασε στο σπίτι του, αυτό είχε γίνει πια στάχτη. Μπήκε στον αυλόγυρο. Η φωτιά σιγόκαιγε την καρδιά της ελιάς που είχε φυτέψει ο πατέρας του. Έσκυψε και έβαλε στη χούφτα του λίγη στάχτη. Ύστερα την άφησε να φύγει από το χέρι του και να σκορπιστεί αργά στον αέρα. «Καρδιές ποτέ δεν πείραξε η φωτιά…», είπε κι ακούστηκε ένα φοβερό τρίξιμο και η οροφή του κτηρίου έπεσε με πάταγο, παρασύροντας ολόκληρη την πρόσοψη…
Φανούριος Κ. Τρεμούλης