Για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα αλλαντικά και τα επεξεργασμένα κρέατα προειδοποιεί ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), καθώς περιέχουν χημικές ενώσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Ο λόγος για τις νιτροζαμίνες, χημικές ενώσεις που δημιουργούνται κατά την επεξεργασία του κρέατος.
Οι ουσίες αυτές περιέχονται και στη φαινομενικά «αθώα» γαλοπούλα σε φέτες, η οποία από πολλούς θεωρείται ως το ιδανικό υγιεινό σνακ, με αρκετή πρωτεΐνη και λίγες θερμίδες. Το ίδιο ισχύει και για τα επεξεργασμένα ψάρια, όπως είναι ο καπνιστός σολομός.
Η ανακοίνωση αυτή έγινε μετά τα ευρήματα της αξιολόγησης που δημοσίευσε χθες Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), η οποία αποκάλυψε πως 10 από τις νιτροζαμίνες που συχνά συναντάμε στο επεξεργασμένο κρέας και τα αλλαντικά είναι καρκινογόνες και γονιδιοτοξικές (μπορεί να βλάψουν το DNA).
Σημειώνουμε εδώ πως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χαρακτηρίσει τα αλλαντικά και το επεξεργασμένο κρέας εδώ και χρόνια ως «γνωστή καρκινογόνος ουσία», κατατάσσοντάς το μάλιστα στην κορυφαία ομάδα, μαζί με το κάπνισμα (ομάδα 1).
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Επιτροπής για τους Επιμολυντές στην Τροφική Αλυσίδα, δρ. Ντίτερ Σρενκ: «Η αξιολόγησή μας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για όλες τις ηλικιακές ομάδες στον πληθυσμό της Ε.Ε., το επίπεδο έκθεσης σε νιτροζαμίνες στα τρόφιμα εγείρει ανησυχία για την υγεία».
«Για να διασφαλίσουμε υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, δημιουργήσαμε το χειρότερο σενάριο για την αξιολόγηση επικινδυνότητας. Υποθέσαμε ότι όλες οι νετροζαμίνες που βρίσκονται στα τρόφιμα είχαν την ίδια δυνατότητα να προκαλέσουν καρκίνο στους ανθρώπους με την πιο επιβλαβή νιτροζαμίνη, αν και αυτό είναι απίθανο», πρόσθεσε ο ίδιος.
Παρόλα αυτά, πέρα από τους ηπατικούς όγκους, έρευνα του Harvard έδειξε ότι η κατανάλωση 25 γρ. επεξεργασμένου κρέατος την ημέρα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 19%. Την ίδια στιγμή, άλλη μελέτη έδειξε ότι η ημερήσια κατανάλωση μόλις μιας φέτας αλλαντικών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης νοσημάτων του καρδιαγγειακού συστήματος κατά 22%.
Η γνωμοδότηση της EFSA θα κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα συζητήσει με τις εθνικές αρχές ποια μέτρα διαχείρισης επικινδυνότητας χρειάζονται.