Ήταν το πρωί της 1ης Ιουνίου του 1998 όταν ο Δημήτρης Λιαντίνης έφυγε από το σπίτι του στη Ν.Κηφισιά.
`Ενα γράμμα είχε αφήσει στο γραφείο του για την κόρη του, Διοτίμα, στο οποίο έγραφε για την απόφασή του να “φύγει” τότε που ένιωθε εκείνος έτοιμος πια… Να επιλέξει το θάνατό του τότε που ήταν ακόμα “όρθιος, στιβαρός και περήφανος”…
Ο Λιαντίνης έφυγε προς την Σπάρτη, άφησε το αυτοκίνητό του κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και πήγε στον Ταύγετο με ταξί. Στον ταξιτζή είπε ότι θα συναντούσε κάποιους Γερμανούς στο ορειβατικό καταφύγιο του βουνού.
Τα ίχνη του εξαφανίστηκαν από εκείνη την ημέρα. Η σύζυγός του ενημέρωσε τις αρχές μόλις βρήκε το γράμμα του, αναφέροντας πως φοβόταν για τη ζωή του, καθώς σκεφτόταν καιρό πριν το θάνατό του.
Δυστυχώς, δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν και δύο μέρες μετά την εξαφάνισή του, δύο μαθητές του στεφάνωσαν τα αγάλματα του Λυκούργου και του Σολωμού στη Σπάρτη και στην Ζάκυνθο αντίστοιχα. Όπως εκείνος επιθυμούσε…
Ακολουθεί το αποχαιρετιστήριο γράμμα προς την κόρη του…
“Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει….
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου
στη Σπάρτη.”