Στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών συνεχίστηκε σήμερα η δίκη για τη μεγάλη φωτιά το καλοκαίρι του 2018 στο Μάτι, Νέο Βουτσά και Ραφήνα, κατά την οποία χάθηκαν 104 συνάνθρωποί μας.
Χαρακτηριστικά, κατά την έναρξη της κατάθεσής της, μεταξύ των άλλων, είπε: «Τις ευθύνες τις ξέρουν αυτοί που τις έχουν, μένει μόνο μέσα από τις διαδικασίες να αναγνωρίσουν και να αποδοθούν. Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μια δολοφονία. Έτσι νιώθω και έτσι είναι. Ζητώ να σταματήσει το κακό σε αυτή τη χώρα. Αυτοί που αναλαμβάνουν υπεύθυνες θέσεις να τις τιμούν. Δεν ξέρω ποιος έδωσε εντολές, ο πρωθυπουργός, κάποιος υπουργός, κάποιος άλλος; Θέλω να γίνει κάτι καλύτερο για το μέλλον και μόνο μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας, μιας μεγάλης αλλαγής, θα μπορούσε να γίνει αυτό».
Πλημμυρισμένη από συγκίνηση τόνισε ότι είδε με τα μάτια της «την κόλαση του Δάντη» και συνέχισε την περιγραφή με ζωγραφισμένη την αγανάκτηση και τον τρόμο των ωρών εκείνων που έχουν περάσει στο υποσυνείδητό της ως ένας εφιάλτης, λέγοντας: «Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μου απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι. Σε ένα μικρό στενό ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου, άρχισα να φωνάζω πιο δυνατά, χωρίς να απαντάει κανείς. Δεν μπόρεσα να τους βρω, άλλωστε ποιος να μου απαντήσει; Δεν ζούσε κανένας» περιέγραψε και πρόσθεσε ότι ο σύζυγος της υποχρεώθηκε από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι, ενώ πήγαινε στη Ραφήνα, πράγμα που τους οδήγησε κατευθείαν στη φωτιά και συνέχισε: «Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος, κάτι δεν ενημέρωσαν τους ανθρώπους μας να φύγουν, κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η Αστυνομία».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής η μάρτυρας, αναφέρθηκε με βουρκωμένα τα μάτια, το πώς αναγνώρισε από μια φωτογραφία που της έδειξαν στο Λιμεναρχείο Ραφήνας ότι το καμένο κορίτσι ήταν η κόρη της, η Εβίτα.
Χαρακτηριστικά η Βαρβάρα Βουκάκη, κοιτώντας, άλλοτε στα μάτια τους δικαστές και άλλοτε σκύβοντας το κεφάλι, για να μην φανεί ότι έχει βουρκώσει, είπε: «Η υπάλληλος στο Λιμεναρχείο με ενημέρωσε για μια φωτογραφία από ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Εβίτα αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχα να τη δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δίκη μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο, ήταν από τους τελευταίους στο οικόπεδο Φράγκο. Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος και λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας.
Η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια της να σωθεί, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν, σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης, δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Ωστόσο προκλήθηκαν αντιδράσεις μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης της Βαρβάρα Βουκάκη, λόγω της στιχομυθίας που είχε με την πρόεδρο της έδρας του δικαστηρίου:
Μάρτυρας: Συγγνώμη αν μακρηγορώ αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω, πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα.