Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η έντονη μείωση των ανισοτήτων που παρατηρείται στην διάρκεια του 20ου αιώνα δεν είναι συνέπεια μιας «φυσικής». οικονομικής διαδικασίας. Η πιθανότερη εξήγηση αναφέρεται στην φορολογική επανάσταση η οποία σφράγισε τον 20ο αιώνα. Η επίπτωση της προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος η οποία θεσπίστηκε το 1914 και της προοδευτικής φορολογίας των κληρονομιών η οποία θεσπίστηκε το 1901 συνέτεινε ουσιαστικά στην άμβλυνση των ανισοτήτων. Η διαπίστωση επίσης κατά την δεκαετία του 1980 ότι η ανισότητα είχε ξαναρχίσει να αυξάνει στις Δυτικές χώρες ήδη από την δεκαετία του 1970 αποσυνέδεσε πλήρως και οριστικά την ανάπτυξη από την ανισότητα.
Αναλυτικότερα με βάση τον ΟΟΣΑ, το μερίδιο των κερδών και το μερίδιο των μισθών σε μια περίοδο 75 ετών από το 1920 έως το 1995 στις ΗΠΑ, την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο χώρες με πολύ διαφορετικές εθνικές ιστορίες ιδίως στα κοινωνικά ζητήματα, είναι ουσιαστικά σταθερό. Το μερίδιο των μισθών δεν πέφτει ποτέ κάτω από το 60% και δεν υπερβαίνει ποτέ το 71% με τιμές κυρίως από 66%-68%. Η κατανομή κερδών / μισθών φαίνεται πάντα να κινείται γύρω από ένα κέντρο βάρους που κατανέμει το 1/3 του εισοδήματος στο κεφάλαιο και τα 2/3 στην εργασία.
Εάν το 1/3 της προστιθέμενης αξίας, το οποίο ιδιοποιήθηκε το κεφάλαιο, διανέμονταν ολόκληρο στην εργασία – ακόμη και η απόσβεση του κεφαλαίου – το γεγονός αυτό θα είχε επιτρέψει μια γενική αύξηση των μισθών κατά 50%. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό το 50% της αύξησης θα ήταν δύο φορές μικρότερο από την αύξηση που πραγματικά συνέβη μεταξύ 1870 και 1910 και πάνω από τέσσερις φορές μικρότερο από την αύξηση που πραγματικά συνέβη μεταξύ 1950 και 1990. Και είναι δύσκολο να μην αμφιβάλλουμε ότι αυτές οι αυξήσεις μισθών 100% μεταξύ 1870 και 1910 και πάνω από 200% μεταξύ 1950 και 1990 θα μπορούσαν να είχαν συμβεί αν το μερίδιο του κεφαλαίου είχε μηδενισθεί το 1870 ή το 1950.
Η θέση των κοινωνικών τάξεων όπως και της εργατικής τάξης βελτιώθηκαν ραγδαία και κατάφεραν εντέλει να εξέλθουν από την εξαθλίωση όπου ευρίσκονταν κατά την Μεσαιωνική περίοδο και την πρώιμη Βιομηχανική επανάσταση.
Το ζητούμενο συνεπώς για την άμβλυνση των ανισοτήτων είναι η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου και όχι ο ίδιος ο πλούτος και η ανάπτυξη αυτή καθαυτή ως έννοια. Η Προοδευτική Φορολόγηση συνιστά την αιχμή του δόρατος μέσα σε ένα πλαίσιο θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να μειωθούν οι ανισότητες και να ευημερήσουν πλατιά λαικά στρώματα. Οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές οι οποίες εδράζονται κυρίως στην Ενιαία Φορολογική κλίμακα και τους φορολογικούς παραδείσους είναι εκείνες όπου τελικά συμβάλλουν στην διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των πλουσίων και των φτωχότερων τάξεων και έχουν συντελέσει καθοριστικά στην αναστροφή της εισοδηματικής σύγκλισης όπως αυτή παρατηρήθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Στην έκθεση Πισσαρίδη προτείνεται η ενιαία Φορολόγηση των εισοδημάτων, νεοφιλελεύθερη πρόταση η οποία θα συντείνει με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των ανισοτήτων. Εάν δε συνυπολογισθεί ότι στη χώρα μας η αναδιανομή κατά τον 20ο αιώνα ακολούθησε δυσανάλογη απόκλιση εις βάρος της εργασίας με αντίστροφα ποσοστά, αποκρυσταλλώνεται ότι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα θα βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας σε κατάσταση εξαθλίωσης. Πολλώ δε μάλλον όταν τα προαναφερθέντα οικονομικά απολογιστικά στοιχεία έχουν εκτενώς αξιοποιηθεί προκειμένου να αμβλυνθούν οι ανισότητες από Οικονομολόγους Διεθνούς κύρους οι οποίοι έχουν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ όπως ο Πωλ Κρούγκμαν και ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, αλλά και τον Τομά Πικετί.
Ο Stiglitz υποστηρίζει ότι οι κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από γενικευμένη ανισότητα δεν λειτουργούν αποδοτικά και οι οικονομίες τους σε βάθος χρόνου δεν είναι σταθερές ούτε βιώσιμες. «Oταν μια ομάδα συμφερόντων κατέχει μεγάλη ισχύ και επιβάλλει πολιτικές που ευνοούν την προσοδοθηρία της τότε το τίμημα το πληρώνουν οι μεσαίοι και κυρίως όσοι βρίσκονται στον πάτο. Βαρύ τίμημα όμως πληρώνουν ολόκληρη η κοινωνία και η Δημοκρατία».
Ο Πολ Κρούγκμαν αναφέρεται σε αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε δύο μελέτες του ΔΝΤ εκ των οποίων στην πρώτη μελέτη του ΔΝΤ εξετάζεται η ιστορική σχέση μεταξύ ανισότητας και ανάπτυξης και το συμπέρασμα είναι ότι τα έθνη στα οποία υπάρχει σχετικά μικρή οικονομική ανισότητα έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Στη δεύτερη μελέτη εξετάζεται η επίδραση της αναδιανομής εισοδήματος και το συμπέρασμα είναι «ότι η αναδιανομή έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη».
Οι ανισότητες όπως γράφει επίσης και ο Πικετύ, πρέπει να περιοριστούν και το κοινωνικό κράτος να ενισχυθεί γιατί αυτό επιτάσσει το συμφέρον της Δημοκρατίας. Και για τον σκοπό αυτό απαιτούνται Δημόσιες πολιτικές ρύθμισης της αγοράς καθώς και η αξιοποίηση της φορολογίας και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα ως εργαλείου κοινωνικής συνοχής και αναδιανομής του πλούτου.
Συνεπώς ακραίες νεοφιλελεύθερες απόψεις όπως αυτές της έκθεσης Πισσαρίδη, οι οποίες δεν έχουν καμία επιστημονική και τεχνοκρατική βάση οι οποίες διέπονται από κοινωνική αναλγησία θα αυξήσουν τίς ανισότητες και θα οδηγήσουν στην υπανάπτυξη, οφείλουν να εξοβελισθούν από την Δημόσια σφαίρα και την Φαρέτρα των οικονομικών στοχεύσεων.
Χρήστος Ξενοκώστας
Συγγραφέας, Οικονομολόγος