Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου
«Συνεχιζομένων τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, αὕτη ἀπεφάσισεν ὁμοφώνως ὅπως γένηται δεκτή ἡ εἰσήγησις τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί κατατάξεως εἰς τό ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μακαριστοῦ ἱερομονάχου Χριστοφόρου Παναγιωτοπούλου τοῦ ἐπιλεγομένου Παπουλάκου, τῆς μνήμης αὐτοῦ ἑορταζομένης κατ᾿ ἔτος τήν 18ην Ἰανουαρίου.
Ἐξ ἄλλου, σήμερον, Παρασκευήν 30ήν τ.μ. Αὐγούστου, ἐγένετο τό Μικρόν καί τό Μέγα Μήνυμα τῆς ἐκλογῆς ὡς Ἐπισκόπου Ἀρίστης τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας Θεοφ. κ. Μαξίμου (Rudko).
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας».
Ο μοναχός Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος καταγόταν από το χωριό Άρμπουνα της επαρχίας Καλαβρύτων και πιθανολογείται πως γεννήθηκε ανάμεσα στα έτη 1780-1790. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Χρήστος ή Χριστόφορος. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, καθώς ζούσε μια συνηθισμένη ζωή χωρικού, η οποία δεν προμήνυε καθόλου όσα θα επακολουθούσαν αργότερα. Από τις επιστολές του, που έχουν σωθεί, φαίνεται πως ήταν ολιγογράμματος και ίσως να μην είχε φοιτήσει καν σε σχολείο. Είχε, όμως, μεγάλη πίστη στο Χριστό και ακλόνητη αγάπη για την Ορθοδοξία. Μελετούσε τα συναξάρια των Αγίων, άναβε τα καντήλια στις έρημες εκκλησιές και γενικά βίωνε τον πατροπαράδοτο τρόπο ορθόδοξης λατρείας. Μέχρι να γίνει μοναχός ασκούσε, μαζί με τα τρία αδέλφια του, το επάγγελμα του κρεοπώλη και εκδοροσφαγέα χοίρων στην περιοχή της Κλειτορίας.
Σε μεγάλη ηλικία, περίπου εξήντα χρονών, μετά από μια σοβαρή ασθένεια που τον άφησε αναίσθητο για τρεις μέρες, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να μονάσει. Άλλοι λένε ότι αυτοχειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα Χριστόφορος κι άλλοι ότι εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, μετόχι της Αγίας Λαύρας ή στην ιστορική Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, στην οποία και μόνασε για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Ήταν άνθρωπος ευφυής και πολύ φιλομαθής, γι’ αυτό και ασχολούνταν με την εμβριθή μελέτη της Αγίας Γραφής, που την είχε μάθει απέξω, όπως και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η μοναχική του ζωή χαρακτηριζόταν από την αυστηρή άσκηση, η οποία του επέτρεπε να διαθέτει στους φτωχούς όσες ελεημοσύνες του έδιναν οι πιστοί στις μετέπειτα περιοδείες του στο Μοριά.
Έδρασε το 19ο αιώνα σε μια περίοδο που στο μικρό ελληνικό κράτος κυριαρχούσαν οι πολιτικές κι εκκλησιαστικές διαμάχες, ιδιαίτερα μετά την κήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833) και την επελθούσα ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Στον εκκλησιαστικό χώρο είχαν διαμορφωθεί δύο παρατάξεις: οι δυτικόφιλοι που είχαν για εκφραστή τους το Θεόκλητο Φαρμακίδη και οι ρωσόφιλοι που τους εκπροσωπούσε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος και η μυστική οργάνωση «Φιλορθόδοξη Εταιρεία».
Το έτος 1848 ο μοναχός Χριστόφορος αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μονή του και να εξέλθει στον κόσμο για να κηρύξει το θείο Λόγο, «διδάσκων και θαυματουργών», όπως αναφέρει ο Μπάμπης Άννινος. Είχε μάλιστα αρκετά προσόντα για αυτό το έργο, όπως σπάνια ευγλωττία, υποκριτική ικανότητα και σεβάσμια όψη. Επιπλέον επειδή ήταν λιτοδίαιτος κι ελεήμονας κατάφερε, σχεδόν αμέσως, να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός στις λαϊκές τάξεις και σύντομα θεωρήθηκε ως πνευματοφόρος απόστολος και προφήτης! Το κήρυγμά του ήταν τόσο φλογερό και η αποδοχή του τόσο μεγάλη, ώστε η Ιερά Σύνοδος να του δώσει σχετική άδεια, η οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το κύρος του στους απλούς ανθρώπους των χωριών και των πόλεων της Πελοποννήσου. Η μεγάλη του ηλικία του βοήθησε να του αποδοθεί, γρήγορα, η προσωνυμία Παπουλάκος ή Παπουλάκης.